Μιχάλης Πολυκ. Μαργαρίτης

Αρεοπαγίτης ε.τ.

Επιστημονικός Συνεργάτης του ΝΟΜΙΚΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ


 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

επί του Σχεδίου του ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

(Επιτροπής Καθηγητή κ. Κλαμαρή)


 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ι. Οι κατ' ιδίαν προτεινόμενες με το ΣχΝ ρυθμίσεις

    1. Πρώτο βιβλίο: Γενικές διατάξεις
(άρθρ. 1-207 ΚΠολΔ)

    2. Δεύτερο βιβλίο: Διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια (άρθρ. 208-494

     ΚΠολΔ)

3. Τρίτο βιβλίο: Ένδικα μέσα και ανακοπές (άρθρ. 495-590 ΚΠολΔ)

3.1. Γενικές διατάξεις

3.2. Η ανακοπή ερημοδικίας

3.3. Η έφεση

    3.4. Η αναψηλάφηση

    3.5. Η αναίρεση

3.6. Η ανακοπή και τριτανακοπή

4. Τέταρτο βιβλίο: Ειδικές διαδικασίες (άρθρ. 591-681 ΚΠολΔ)

5. Πέμπτο βιβλίο: Ασφαλιστικά μέτρα (άρθρ. 682-738 ΚΠολΔ)

6. Έκτο βιβλίο: Διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρ. 739-902 ΚΠολΔ)

7. Έβδομο βιβλίο: Διαιτησία (άρθρ. 867-903 ΚΠολΔ)

8. Όγδοο βιβλίο: Αναγκαστική εκτέλεση (άρθρ. 904-460 ΚΠολΔ)

9. Τροποποιήσεις άλλων νόμων, εκτός ΚΠολΔ, και μεταβατικές διατάξεις

IΙ. Συνοπτική αποτίμηση του προτεινόμενου ΣχΝ

1. Βασικά χαρακτηριστικά του.
    

    2. Κατηγοριοποίηση των κατ' ιδίαν προτάσεων του ΣχΝ

α) Περιορισμένης χρησιμότητας ή περιττές διατάξεις.

    β) Εντελώς αποκρουστέες διατάξεις

    γ) Χρήσιμες διατάξεις

    Ι. Οι κατ' ιδίαν προτεινόμενες με το ΣχΝ ρυθμίσεις

ΙΙΙ. Τελική τοποθέτησή μας


 


 

Ι. Οι κατ' ιδίαν προτεινόμενες με το ΣχΝ ρυθμίσεις

    1. Πρώτο βιβλίο: Γενικές διατάξεις
(άρθρ. 1-207 ΚΠολΔ)

    1.1. Άρθρ. 1 του ΣχΝ. Προστίθεται διάταξη στο άρθρ. 9 που «νομοθετεί» την άποψη της νμλγ ότι σε περίπτ. επικουρικής σώρευσης αγωγών, η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπολογίζεται με βάση το κατ' αξία ανώτερο αίτημα. Η νέα διάταξη αποδέχεται απλώς την επικρατούσα νομολογιακά άποψη και είναι συνεπώς περιττή.

1.2. Τα άρθρ. 2 και 3 του ΣχΝ αναπροσαρμόζουν ηπίως τα όρια αρμοδιότητας μεταξύ των δικαστηρίων (άρθρ. 14 και 15 ΚΠολΔ), πράγμα που θα μπορούσε να γίνει και με Προεδρικο Διάταγμα (άρθρ. 5 ΕισΝΚΠολΔ). Επίσης το άρθρ. 3 του ΣχΝ συστοιχεί, με επιχείρημα τη νομοτεχνική αρτιότητα, νοηματικά τα άρθρ. 17, 681 Β, 647 παρ. 2, 3 κ.λπ., πράγμα, όχι αναγκαίο, αφού δεν είχε τούτο δημιουργήσει στην πράξη κανένα πρόβλημα δυσεπίλυτο. Ακόμη, με το άρθρ. 52 του ΣχΝ αντικαθίσταται το άρθρ. 466 ΚΠολΔ, ώστε να αυξηθεί το ποσό της «μικροδιαφοράς» από 1.500 σε 2.000 ευρώ.

    1.3. Το άρθρ. 5 του ΣχΝ αντικαθιστά το άρθρ. 35 του ΚΠολΔ ώστε κάθε διαφορά από αδικοπραξία, ακόμη και αν δεν αποτελεί κολάσιμη πράξη, να εισάγεται στο δικαστήριο του τόπου του ζημιογόνου γεγονότος. Η προτεινόμενη διάταξη είναι ορθή και στοχεύει ιδίως στη θεμελίωση αρμοδιότητας του δικαστηρίου του τόπου του αυτοκινητικού ατυχήματος και όταν ακόμη τούτο είχε ως συνέπεια μόνο υλικές ζημίες.

1.4. Το άρθρ. 6 του ΣχΝ επιχειρεί παρέμβαση στα άρθρ. 96 και 102 του ΚΠολΔ, ορίζοντας ότι η παροχή και η παύση της πληρεξουσιότητας στη διαδικασία του ειρηνοδικείου προς το δικηγόρο μπορεί να δοθεί και με ιδιωτικό έγγραφο. Η προτεινόμενη διάταξη είναι ορθή, θα μπορούσε μάλιστα να εισαχθεί για όλες τις υποθέσεις, όπως συμβαίνει στον ΚΠοινΔ (άρθρ. 42 παρ. 2, 96 κ.λπ.).

1.5. Το άρθρ. 13 του ΣχΝ αντικαθιστά το άρθρ. 195 και τροποποιεί το άρθρ. 196 του ΚΠολΔ, ώστε να αρθεί η αντίθεση προς το Σύνταγμα της ισχύουσας διάταξης που όριζε ως προϋπόθεση παροχής του ευεργετήματος της πενίας την ύπαρξη αμοιβαιότητας και εκ των πραγμάτων εξαιρούσε του «ανιθεγενείς». Νομοτεχνικά η διάταξη πρέπει να διατυπωθεί σε μια παράγραφο με προσθήκη, στην προτεινόμενη πρώτη, των λέξεων «και ανιθεγενείς».

    1.6. Το άρθρ. 10 του ΣχΝ αντικαθιστά την παρ. 4 του άρθρ. 128 του ΚΠολΔ, ώστε να καθιστά δυνατή την επίδοση στο αστυνομικό τμήμα της κατοικίας του καθού η επίδοση, έστω και αν αυτό κείται εκτός των ορίων αρμοδιότητας του δικαστικού επιμελητή. Η διατήρηση της επίδοσης στον «πρόεδρο της κοινότητας», μετά την κατάργηση ως επί το πλείστον των κοινοτήτων (Σχέδιο «Καποδίστρια»), δεν βλέπουμε να έχει χρησιμότητα.

    1.7. Το άρθρ. 11 του ΣχΝ αντικαθιστά το άρθρ. 143 του ΚΠολΔ, ώστε ο υποχρεωτικός διορισμός αντικλήτου να γίνει κανόνας. Αντιρρήσεις μπορούν να εκφρασθούν σχετικά με την «κατοικία» του αντικλήτου, διότι η προτεινόμενη διάταξη θέλει τον αντίκλητο να είναι δικηγόρος που κατοικεί «στην περιφέρεια του εφετείου». Αν σκεφθούμε μια δίκη στο ειρηνοδικείο μικρού αιγαιοπελεγίτικου νησιού, αντιλαμβανόμαστε πόσο εξωπραγματική θα φανεί στους κοινωνούς η πρόταση της ρύθμισης αυτής.

    1.8. Το άρθρ. 12 του ΣχΝ αντικαθιστά το άρθρ. 147 του ΚΠολΔ. Χωρίς αποχρώντα λόγο απομακρυνόμαστε από την ισχύουσα ρύθμιση του μη υπολογισμού του μηνός Αυγούστου στις προθεσμίες. Για λόγους μη κατανοητούς, εισάγεται εξαίρεση για ορισμένες προθεσμίες (λ.χ. της εφέσεως), όπου προτείνεται να ισχύει «αναστολή συμπληρώσεως». Η χωρίς εμφανή λόγο πολυποικιλότητα των προθεσμιών, αντί μιας και μοναδικής που χρειάζεται, επισημάνθηκε στην αρχή της παρούσας έκθεσης, επιτείνει για το δικηγόρο την ήδη ανασφαλή θέση του κατά την άσκηση του λειτουργήματός του.

    1.9. Το άρθρ. 14 αρ. 3 του ΣχΝ αντικαθιστά το άρθρ. 205 του ΚΠολΔ, αυξάνοντας τις χρηματικές ποινές στο «δόλιο διάδικο» από 150-880 ευρώ που ισχύουν σήμερα σε 150-2.000 ευρώ. Πέραν του ότι τούτο μπορούσε να γίνει και με π.δ. (βλ. ανωτ. αρ. 1.1.), η διάταξη δεν εφαρμόσθηκε σχεδόν ποτέ και η ασήμαντη αύξηση των ποσών δεν πρόκειται να συμβάλλει σε αναστολή της κακής διάθεσης ορισμένων.

    1.10. Διατάξεις που αφορούν την εισαγωγή νέων τεχνολογιών.
Τα άρθρ. 7, 8, 9, 19, 30, 50, 51 αρ. 2, του ΣχΝ τροποποιεί κ.λπ. τα άρθρ. 117, 119, 122, 215, 227 παρ. 6, 270 ( νέα παρ. 8), 444, 447, 448 του ΚΠολΔ, ώστε να καταστεί δυνατή η μελλοντική έκδοση π.δ/τος που να καθιστά εφικτή τη σύνταξη εκθέσεων, την υποβολή δικογράφων και την επίδοσή τους «ηλεκτρονικά», καθώς και σχετικές «ειδοποιήσεις» του διαδίκου κ.λπ. Η διάταξη κινείται προς την ορθή κατεύθυνση.


 

    2. Δεύτερο βιβλίο: Διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια (άρθρ. 208-494 ΚΠολΔ)

2.1. Τα άρθρ. 14 και 15 του ΣχΝ αντικαθιστούν και τροποποιούν τα άρθρ. 208, 210, 212, 214Α και 241 προσθέτουν το άρθρ. 208Α του ΚΠολΔ και καταργούν τα άρθρ. 211 και 212. Με τη ρύθμιση εισάγεται ο νέος θεσμός της «διαμεσολάβησης» τρίτου προσώπου κοινής επιλογής στην επίλυση της διαφοράς. Επίσης, αναρρυθμίζεται η υποχρέωση των δικαστηρίων να επιχειρούν συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς. Παρά το σωστό προσανατολισμό τους οι διατάξεις αυτές, προβλέπεται, με βάση την εμπειρία του παρελθόντος, ότι μηδενική έως ελαχίστη υπηρεσία θα προσφέρουν στην απαγγελλόμενη «επιτάχυνση» και «αποφόρτιση».

    2.2. Το άρθρ. 17 του ΣχΝ αντικαθιστά την παρ. 1 του άρθρ. 220 του ΚΠολΔ, ώστε να περιληφθούν στις εγγραπτέες στα βιβλία διεκδικήσεων αγωγές και αυτές που αφορούν τη διάρρηξη δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής, τις οποίες η νομολογία εξαιρούσε (κακώς καθ' ημάς).

    2.3. Το άρθρ. 18 αρ. 2 του ΣχΝ προσθέτει εδάφιο στην παρ. 4 του άρθρ. 226 του ΚΠολΔ, ώστε να είναι δυνατή η επί της έδρας διόρθωση σφαλμάτων του πινακίου και παραλείψεων σήμανσής του, πράγμα που ορισμένοι προεδρεύοντες από καθαρή «τυπολατρία», παρανόμως, δεν το επέτρεπαν, με αποτέλεσμα ματαίωση υποθέσεων.

2.4. Με το άρθρ. 19 εισάγεται «μεταλλαγμένος» επί τα ηπιότερον ο θεσμός του «εισηγητή δικαστή» (νέο άρθρ. 227 ΚΠολΔ). Ο εισηγητής ορίζεται από τον πρόεδρο του πολυμελούς πρωτοδικείου), ο οποίος μελετά την αγωγή και καλεί τον ενάγοντα να συμπληρώσει τις τυπικές ελλείψεις. Την ίδια υποχρέωση έχει και ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου και ο ειρηνοδίκης. Η διόρθωση των ελλείψεων γίνεται κάτω από το κατατιθέμενο δικόγραφο.

2.5. Το άρθρ. 21 του ΣχΝ αντικαθιστά την παρ. 1 το άρθρ. 229 του ΚΠολΔ, με στόχο των περιορισμό των απαραδέκτων, λόγω μη τήρησης υποχρεώσεων του διαδίκου από διατάξεις εκτός ΚΠολΔ, λ.χ. πιστοποιητικό περί δήλωσης των μισθωμάτων, υποβολής δήλωση φόρου κληρονομίας κ.λπ. Στις περιπτώσεις αυτές, αν παρά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας δεν προσκομισθεί το πιστοποιητικό, βεβαίωση κ.λπ., το δικαστήριο θα κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Το ερώτημα είναι αν και στη νέα συζήτηση γίνει το ίδιο, η εκκρεμότητα θα διαιωνίζεται ή θα απορρίπτεται, αυτονοήτως, η αγωγή;;

    2.6. Τα άρθρ. 20 και 22 του ΣχΝ αντικαθιστούν τα άρθρ. 228 και 230 του ΚΠολΔ. Χωρίς αποχρώντα λόγο διαφορίζονται οι προθεσμίες κλήτευσης ενώπιον των πολυμελών και των μονομελών δικαστηρίων (επίδοση προ 30 ημερών, αντί προ 60 που ισχύει σήμερα), ώστε να επιτείνεται και πάλι η ανασφάλεια περί τη γνώση. Αφού ποτέ τα δικαστήρια στην τακτική διαδικασία δεν ορίζουν δικάσιμο σε εγγύς κείμενο χρόνο, δεν αντιλαμβανόμεθα ποιος ο λόγος να μένει η αγωγή «ανεπίδοτη» και να αιφνιδιάζεται ο δικηγόρος του εναγομένου, όταν θα του την προσκομίζει ο πελάτης και να «αναθεωρεί» τις ήδη ανειλημμένες επαγγελματικές κ.λπ. υποχρεώσεις του, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί και στη νέα υποχρέωσή του. Για τον ίδιο λόγο ένας νέος διαφορισμός των προθεσμιών κλήτευσης (30 ημέρες) και κατάθεσης των προτάσεων (5 ημέρες) επί επανάληψης της συζήτησης, μάλλον επιτείνει το χάος των προθεσμιών και τον επαγγελματία δικηγόρο (μετρήστε παρακαλώ όλες τις προθεσμίες που υπάρχουν στον ΚΠολΔ), με μοναδικό αποτέλεσμα όχι την ορθολογική διεξαγωγή της δίκης, αλλά την άσκηση της μνήμης των δικηγόρων και δικαστών.

2.7. Το άρθρ. 23 του ΣχΝ αντικαθιστά το άρθρ. 232 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αυξάνοντας τις χρηματικές ποινές στο «αμελή διάδικο» από 0,29-2,90 ευρώ που ισχύουν σήμερα σε 100-500 ευρώ. Πέραν του ότι τούτο μπορούσε να γίνει και με π.δ. (βλ. ανωτ. αρ. 1.1.), η διάταξη δεν εφαρμόσθηκε σχεδόν ποτέ και η ασήμαντη αύξηση των ποσών δεν πρόκειται να συμβάλλει σε απάλειψη της αμέλειας.

2.8. Το άρθρ. 24 του ΣχΝ αντικαθιστά το άρθρ. 237 του ΚΠολΔ, και πλέον διαφορίζει τον τρόπο κατάθεσης των προτάσεων στα δικαστήρια. Στα μεν πολυμελή αφήνει τις ίδιες προθεσμίες (20 ημέρες για την κατάθεση και 15 για την αντίκρουση πριν από τη δικάσιμο). Για το μονομελές και για το ειρηνοδικείο ορίζεται ότι οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο κατά την έναρξη της συζήτησης και η προσθήκη κ.λπ. την Τρίτη εργάσιμη μετά ταύτα. Περαιτέρω, η ίδια διάταξη καθιστά «υποχρεωτική» την προσκόμιση πληρεξουσίου, αν δεν συμπαρίσταται ο διάδικος. Φρονώ και εδώ ότι η πληρεξουσιότητα να δίνεται και με απλό έγγραφο (βλ. αρ. 1.4.).

2.9. Το άρθρ. 28 του ΣχΝ τροποποιεί το άρθρ. 268 του ΚΠολΔ, ώστε και η ανταγωγή που ασκείται με τις προτάσεις, να ασκείται πριν από 30 ημέρες και με κοινοποίηση στον αντίδικο.

2.10. Το άρθρ. 29 του ΣχΝ τροποποιεί το άρθρ. 269 του ΚΠολΔ, ώστε η δι' εγγράφων απόδειξη ισχυρισμού που προβλήθηκε βραδέως, να είναι παραδεκτή, χωρίς άλλη προϋπόθεση. Η τροποποίηση είναι προς την ορθή κατεύθυνση της αποφυγής τυπολατριών.

2.11. Το άρθρ. 30 του ΣχΝ τροποποιεί το άρθρ. 270 του ΚΠολΔ, ώστε να γίνεται σαφής η διαστολή μεταξύ της παροχής «διασαφήσεων» των διαδίκων (που δεν αποτελούν αποδεικτικό μέσο, από την «εξέταση των διαδίκων» που κατ' άρθρ. 415 αποτελεί επώνυμο αποδεικτικό μέσο. Η νομολογία παλιότερα παγίως επισήμαινε τη διαφορά, ιδίως εν όψει αναιρετικού ελέγχου (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ΕρμΚΠολΔ άρθρ. 559 αρ. 105· 616/2006 ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Παρόλα αυτά πρόσφατα έχει μεταβάλλει άποψη το Ακυρωτικό και τη συνεκτίμηση με τις άλλες αποδείξεις δεν την θεωρούσε ανεπίτρεπτη (βλ. λ.χ. ΑΠ 15/2008, 1255/2007, 129, 631/2006, ό. ανωτ.). Όμως με τη «νέα» διάταξη, όπως έχει τεθεί με απολυτότητα φαίνεται (ανεπιτρέπτως καθ' ημάς) να αποκλείει τη συναγωγή ομολογίας του διαδίκου ενώπιον του δικαστή κατά το στάδιο των προφορικών του «διασαφήσεων» (βλ. σχετ. ΑΠ 107/97 ΝοΒ 1998.951), οπότε λαμβάνεται υπόψη η ομολογία που περιέχεται σ' αυτές. Θα πρέπει λοιπόν να αναδιατυπωθεί προσεκτικά η διάταξη αυτή.

2.12. Το άρθρ. 37 του ΣχΝ τροποποιεί το άρθρ. 309 του ΚΠολΔ, ώστε να ρυθμισθεί νομοθετικά η υπάρχουσα νομολογιακή ασάφεια, για το αν μπορεί να ανακληθεί μη οριστική απόφαση που έχει διατάξει την αναβολή της υπόθεσης, με κλήση του διαδίκου που επιθυμεί να ορισθεί δικάσιμος για συζήτηση. Πράγματι νομολογιακά έχει παραμείνει το ζήτημα μετέωρο (βλ. σχετ. απόψεις σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ό. ανωτ. άρθρ. 309 αρ. 3). Παρόλα αυτά ο Άρειος Πάγος πρόσφατα (ΑΠ 1638/2005 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ) τοποθετήθηκε υπέρ της άποψης ότι όταν με μια μη οριστική απόφαση διατάχθηκε ένα μέτρο, η εκτέλεση του οποίου είναι ανέφικτη ή τάχθηκε ένα εμπόδιο στη ροή της διαδικασίας, η αναμονή για την άρση του οποίου, προκειμένου να εξακολουθήσει και ολοκληρωθεί η διαδικασία, είναι μάταιη και προκαλεί άσκοπη επιβράδυνση αυτής και καθυστέρηση ικανοποίησης του δικαιώματος του δανειστή, η αίτηση ανάκλησης μπορεί να υποβληθεί παραδεκτώς και με την κλήση για κατ' ουσία συζήτηση της υπόθεσης, η οποία δημιουργεί στάδιο δίκης. Νομίζουμε ότι αυτή η εξέλιξη είναι πολύ πιο λειτουργική για τη διαδικασία και, αν τελικά γίνει η τροποποίηση του άρθρου, να γίνει προς αυτή την ορθή κατεύθυνση.

2.13. Το άρθρ. 38 του ΣχΝ αντικαθιστά το άρθρ. 339 του ΚΠολΔ, ώστε να γίνει «σαφές» ότι οι «ένορκες βεβαιώσεις» είναι ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο. Το ερώτημα είναι ποιος αμφισβητούσε τούτο, αφού η πάγια νομολογία του Ακυρωτικού το είχε από ετών καθιερώσει (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ό. ανωτ. άρθρ. 559 αρ. 124, ΑΠ 1453/2002 ΝοΒ 2003.1039 και πλέον πρόσφατες ΑΠ 462/2007, 152/2006 ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Η μόνη δικαιολογία είναι η «δογματική πληρότητα» του ΚΠολΔ.

2.14. Με τα άρθρ. 39 και 40 του ΣχΝ, γίνεται επαναφορά της «συνοπτικής προδικαστικής» με «ολίγη αιτιολογία» και κατανομή του βάρους αποδείξεως (νέα άρθρ. 341 και 342). Επαναφέρεται δηλ. μερικώς το προϊσχύον, δηλ. πριν από το ν. 2915/2001 σύστημα. Εξετάζουμε δηλ. μάρτυρες στο ακροατήριο, αλλά μπορεί να ταχθεί και συμπληρωματική απόδειξη. Αυτό άραγε δεν μπορεί να γίνει και χωρίς τη νέα παραμβολή του νομοθέτη, με τις ισχύουσες διατάξεις που επιτρέπουν την επανάληψη της συζήτηση για τη συμπλήρωση και των κενών της αποδεικτικής διαδικασίας; (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ό. ανωτ. άρθρ. 254 αρ. 3). Στην προηγούμενη ρύθμιση προσαρμόζεται και ο τρόπος διορισμού πραγματογνώμονα (άρθρ. 42 του ΣχΝ - άρθρ. 370 ΚΠολΔ), γνωστοποίησης του διορισμού στους διαδίκους και κατάθεσης της γνωμοδότησης (άρθρ. 43 του ΣχΝ - άρθρ. 389 ΚΠολΔ). Επίσης, ορίζεται το περιεχόμενο της προδικαστικής σχετικά με τον αριθμό των μαρτύρων, τη γνωστοποίησή τους προ 24 ωρών κ.λπ. (άρθρ. 46 αρ. 1 και 2 ΣχΝ – 396 και 397 ΚΠολΔ), ο τρόπος κλήτευσης των μαρτύρων (άρθρ. 46 του ΣχΝ - άρθρ. 398 ΚΠολΔ). Συναφώς, με το άρθρο 44 αρ. 2 του ΣχΝ αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρ. 394 ΚΠολΔ, ώστε η απόδειξη με μάρτυρες να μην μπορεί να γίνει ούτε για τις τροποποιήσεις της τυπικής δικαιοπραξίας. Ακόμη με το άρθρ. 47 του ΣχΝ (403 παρ. 5 ΚΠολΔ) ορίζεται ότι η ένσταση εξαίρεσης του μάρτυρα μπορεί να προταθεί πρωτοδίκως πάντως και μετά την εξέτασή του, αν αποδεικνύεται εγγράφως. Δεν βλέπουμε τίποτε άλλο στη ρύθμιση από την εισαγωγή νέων πανηγυρικών τύπων, μη σύστοιχων προς την αρχή της ηθικής απόδειξης, που θα δυσχεραίνουν την εύρεση της ουσίας, σε δόξα της επαναφοράς, χωρίς εμφανή αιτία, ρυθμίσεων που καταργήθηκαν, διότι κρίθηκε από «άλλους» ότι δεν ήσαν λειτουργικές και δεν εξηγείται, γιατί πλέον θα καταστούν λειτουργικές.

2.15. Το άρθρ. 44 του ΣχΝ αντικαθιστά τις παρ. 1 και 2 άρθρ. 393 του ΚΠολΔ, ώστε η απαγόρευση του εμμάρτυρου μέσου (αναπροσαρμοζόμενη στο ποσό των 12.000 ευρώ), να καταλαμβάνει πλέον των συμβάσεων και συλλογικών πράξεων και την απόδειξη των πραγματικών γεγονότων που αποσβήνουν ή καταργούν αυτές, λ.χ. η καταβολή ποσού 13.000 ευρώ. Στη νομολογία είχε πλέον επιβληθεί από της εφαρμογής της η αντίθετη λύση και η νέα διάταξη θα πλήξει τους καλόπιστους συναλλασσόμενους που δεν ζητούν έγγραφη απόδειξη της καταβολής χρημάτων.

2.17. Τα άρθρ. 48 και 49 του ΣχΝ τροποποιούν το όλο σύστημα της λήψης των ενόρκων βεβαιώσεων, ενθέτοντας (νέα άρθρ. 421, 422 και 423 ΚΠολΔ) αυστηρούς τύπους, αριθμητικούς περιορισμούς και ασφυκτικές προθεσμίες, παρέχοντας την ευχέρεια στο δικαστήριο να καλεί τους εξετασθέντες και στο ακροατήριο. Το σύστημα των ενόρκων βεβαιώσεων ήταν ήδη τυπολατρικό (αυτή η γνωστοποίηση της εξέτασής τους στον αντίδικο και η κλήση του να παραστεί κατά την εξέταση, χωρίς το δικαίωμα υποβολής ερωτήσεων, κανένας δεν έχει αντιληφθεί τι πρακτικό σκοπό εξυπηρετεί!!).

2.18. Το άρθρ. 50 του ΣχΝ τροποποιεί το άρθρ. 445 του ΚΠολΔ, ώστε να αποτελούν πλήρη απόδειξη τα γνήσια έγγραφα και ως προς το περιεχόμενο των δικαιοπρακτικών δηλώσεων. Η ίδια η Επιτροπή παραδέχεται (αρ. 36.2 σελ. 33 της Έκθεσής της) ότι απλώς μεταφέρει παραδεδεμένη νομολογιακή ερμηνεία στο νομικό κείμενο!!

2.19. Το άρθρ. 51 αρ. 3-5 του ΣχΝ τροποποιεί τα άρθρ. 450-452 του ΚΠολΔ, ώστε να διευκολύνεται η διαδικασία επίδειξης εγγράφου, ιδίως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, καθώς και η επίδειξη που διατάσσεται κατά τρίτου μη διαδίκου.

2.20. Το άρθρ. 51 αρ. 6 του ΣχΝ αντικαθιστά το άρθρ. 463 ΚΠολΔ, ώστε επί ισχυρισμού περί πλαστότητας ο διάδικος να είναι υποχρεωμένος να αναφέρει επί ποινή απαραδέκτου και «τα άλλα αποδεικτικά μέσα που επικαλείται». Η διάταξη δεν είναι καθόλου κατανοητή, με τον δικό μας ορίζοντα κατανόησης: πώς θα ήταν δυνατόν κάποιος να αναφέρει αποδεικτικά μέσα και συγχρόνως να μην τα επικαλείται. Άλλη παγίδα λογοπαικτική στην ήδη φορτισμένη «τυπολοτρική» μας Δικονομία. Πάντως, δεν θα έπρεπε να λησμονούνται εν προκειμένω οι καταδίκες μας από το ΕΔΔΑ για την υπερτυπολατρική διαχείριση των πολιτικών μας υποθέσεων από τα Δικαστήριά μας. Υπενθυμίζουμε την απόφαση του ΕΔΔΑ της 11.1.2001 Πλατάκου κατά Ελλάδος (Δ 2001.287 επ.), με την οποία η Χώρα μας καταδικάσθηκε, διότι απέρριψε αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων (ΚΠολΔ 152), ως απαράδεκτη, διότι ο αιτών δεν είχε αναφέρει στην αίτηση «τα αποδεικτικά μέσα για την εξακρίβωση της αλήθειας» των λόγων, για τους οποίους δεν τηρήθηκε η προθεσμία (ΚΠολΔ 155). Στο ίδιο σφάλμα υποπίπτουμε, διατηρώντας και επεκτείνοντας την παρούσα διάταξη. Σε κάθε δε περίπτωση αφού δόθηκε η ευκαιρία θα πρέπει η Επιτροπή να ασχοληθεί και με το άρθρο 155 ΚΠολΔ, για το οποίο χώρησε η προαναφερόμενη καταδίκη μας.

    

3. Τρίτο βιβλίο: Ένδικα μέσα και ανακοπές (άρθρ. 495-590 ΚΠολΔ)

3.1. Γενικές διατάξεις.

Το άρθρ. 53 του ΣχΝ προσθέτει εδάφιο στο άρθρ. 498 παρ. 1 ΚΠολΔ, ώστε ο ορισμός δικασίμου στο μεταβατικό εφετείο να γίνεται από τον πρόεδρο προωτοδικών, κατ' εντολήν του προέδρους εφετών. Η διάταξη κατέστη αναγκαία, λόγω λειτουγίας μεταβατικών εδρών. Επίσης αντικαθίσταται και η η παρ. 2 του ίδιου άρθρου, ορίζοντας διαφορετικές προθεσμίες για την κλήτευση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Αν είναι το εφετείο 60 ημέρες, ενώ αν είναι το πρωτοδικείο 30 ημέρες (και ας ορίζεται η δικάσιμος μετά από έτος!!!). Και πάλι η πολυποικιλότητα των προθεσμιών, χωρίς προακτικά ωφέλιμο τρόπο.

3.2. Η ανακοπή ερημοδικίας

3.2.1. Με τα άρθρ. 25 και 31 έως 37 του ΣχΝ, γίνεται παρέμβαση στα άρθρ. 238 και 271 έως και 274, 277 και 278 ΚΠολΔ και επαναφέρεται το ισχύον πριν από το ν. 2915/2001 σύστημα των συνεπειών της ερημοδικίας, δηλ. του τεκμηρίου της ομολογίας για τον απόντα εναγόμενο κ.λπ. Τότε οι συντάκτες του ΣχΝ και οι επισπεύσαντες την ψήφιση του ν. 2915/2001 είχαν χαρακτηρίσει το «εγχείρημα» ως προσέγγιση στην «ουσιαστική δικαιοσύνη». Σήμερα άραγε είναι αναγκαία μια «αντιμεταρρύθμιση» και ποια θα είναι τα αντισταθμιστικά ωφέλη του διαδίκου; Αποτιμήθηκαν άραγε επαρκώς; Σε κάθε όμως περίπτωση τασσόμεθα, εκ λόγων δογματικής συνέπειας, προς την κατ' αντιδικία φύση της πολιτικής δίκης, υπέρ της πρότασης της Επιτροπής, χωρίς να αναμένουμε κάποια ουσιώδη εξέλιξη προς το ζητούμενο και επαγγελλόμενο (και διαρκώς απομακρυνόμενο, όπως στην πλατωνική θεωρία περί ιδεών) όραμα της ταχύτητας και απλούστευσης.

    3.2.2. Με το άρθρ. 54 του ΣχΝ τίθεται η νέα διάταξη της ΚΠολΔ 504 και τροποποιείται αυτή της ΚΠολΔ 506. Με την πρώτη απαγορεύεται η εκτέλεση της ερήμην απόφασης, αν δεν έχει κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, όσο διαρκεί η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας. Και με τη δεύτερη αναστέλλεται η εκτέλεση, αν ασκηθεί νομότυπη και εμπρόθεσμη ανακοπή. Δεν νοούμε πώς θα μπορούσε να συμβεί το αντίθετο, αν δεν υπήρχαν αυτές οι διατάξεις, αφού η απόφαση που δεν κηρύχθηκε προσωρινά εκτέλεστή, μόνο μετά την τελεσιδικία της θα μπορούσε, ούτως ή άλλως, να εκτελεστεί (ΚΠολΔ 904 παρ. 2 στοιχ. α).

3.3. Η έφεση

    3.3.1. Με την διάταξη του άρθρ. 54 του ΣχΝ προτείνεται η τροποποίηση του άρθρ. 513 ΚΠολΔ, ώστε να μην είναι εφικτή η ταυτόχρονη άσκηση των ένδικων μέσων της έφεσης και της ανακοπής ερημοδικίας. Παρόλα αυτά, η ισχύσασα αντίθετη ρύθμιση δεν δημιούργησε προβλήματα στην πράξη, αφού η παράλληλη έφεση θεωρήθηκε ότι ασκήθηκε «επικουρικά» για την περίπτωση απόρριψης της ανακοπής (σχετ. ΑΠ 1782/2002 ΕλλΔ 2004.93).

    3.3.2. Στα ίδια επίπεδα κείται και η διάταξη του άρθρ. 55 του ΣχΝ με την οποία «επαναφέρεται στη ζωή» το άρθρ. 516 ΚΠολΔ που είχε καταργηθεί (ν. 2207/1994), ώστε η έφεση που προσβάλλει απόφαση που απέρριψε ανακοπή ερημοδικίας να θεωρείται ότι συμπροσβάλλει και την ερήμην απόφαση, αν δεν έχει παρέλθει η προθεσμία της εφέσεως. Νέες περιπλοκές και λαβές για «ενστασιολογίες» των διαδίκων.

    3.3.3. Αυτό που δεν είναι καθόλου κατανοητό, είναι ο λόγος βράχυνσης της προθεσμίας εφέσεως όταν δεν επιδοθεί η απόφαση από 3 σε 2 έτη (άρθρ. 55.2 του ΣχΝ που τροποποιεί το άρθρ. 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Καθ' ημάς δεν ανέκυψαν εντεύθεν προβλήματα. Αν δεν ενδιαφέρεται ο ίδιος ο νικήσας διάδικος να επιδώσει, ας αναμείνει.

    3.3.4. Με το άρθρ. 56 του ΣχΝ αντικαθίσταται η ΚΠολΔ 531, για να προστεθεί ότι επί εξαφάνισης από το εφετείο της ερήμην απόφασης, εκτός από τον ερημοδικασθέντα πρωτοδίκως, δικαίωμα να προτείνει νέους ισχυρισμούς έχει και ο εφεσίβλητος. Τούτο, πέραν του ότι ήταν αυτονόητο, πως ο εφεσίβλητος, ούτως ή άλλως κατά την ΚΠολΔ 527 αρ. 1, μπορεί να προτείνει ισχυρισμούς που δε πρότεινε πρωτοδίκως, σε υπεράσπιση κατά της εφέσεως. Μια ακόμη άνευ λόγου πρόταση νομοθετικής παρέμβασης.

    3.3.5. Με το ίδιο άρθρο του ΣχΝ αντικαθίσταται η ΚΠολΔ 531, ώστε να στοιχηθεί η ερήμην διαδικασία του δεύτερου βαθμού σε αυτήν του πρώτου βαθμού.

    3.4. Η αναψηλάφηση

    Με το άρθρ. 58 του ΣχΝ προστέθηκαν στην ΚΠολΔ 544 δύο νέοι λόγοι αναψηλάφησης (αντίστοιχοι υπάρχουν ήδη στον ΚΠοινΔ 525 αρ. 3 και 5). Θεσπίζονται ως λόγοι αναψηλάφησης ι) η αναφανείσα εκ των υστέρων ποινική καταδίκη του δικαστή για δωροληψία ή παράβαση καθήκοντος και ιι) η διαπίστωση από το ΕΔΔΑ παραβίασης της αρχής της δίκαιης δίκης. Η δεύτερη περίπτωση τίθεται, διότι παρά την απόφαση του ΕΔΔΑ που διαπιστώνει παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης, δεν ανατρέπεται ex lege το δεδικασμένο της απόφασης του εθνικού μας δικαστηρίου. Η περίπτωση όμως αυτή εμπεριέχει σοβαρούς κινδύνους ανατροπής ενός, μετά από πολυετείς διαδικασίες επιτευχθέντος, δεδικασμένου μιας πολιτικής απόφασης (6-10 έτη στα ελληνικά δικαστήρια και 2-5 στο ΕΔΔΑ!!!). Η ασφάλεια δικαίου τίθεται σε μεγάλη δοκιμασία εν προκειμένω. Στα ίδια πλαίσια κινούνται και οι λοιπές προτάσεις του άρθρ. 58 του ΣχΝ.

    3.5. Η αναίρεση

    3.5.1. Με τη «λεκτικής» τροποποίηση του άρθρ. 555 που προτείνεται με το άρθρ. 59.1 του ΣχΝ, αφού δεν μεταβάλλεται το νόημα, το οποίο άλλωστε ήταν προφανές, δεν υπάρχει λόγος να τοποθετηθούμε.

    3.5.2. Πρόβλημα δημιουργεί η πρόταση τροποποίησης του άρθρ. 559 αρ. 10 ΚΠολΔ (άρθρ. 59.3 ΣχΝ), με το οποίο δημιουργείται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο «δεν διέταξε απόδειξη» για πράγματα που δέχθηκε ως αληθινά. Απορία δημιουργεί, πώς ο Άρειος Πάγος θα ασκήσει αναιρετικό έλεγχο επί παράλειψης έκδοσης προδικαστικής απόφασης, αφού αυτή δεν είναι σε καμία περίπτωση υποχρεωτική, αλλά απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας!!! (βλ. προτεινόμενα άρθρ. 270 παρ. 4 και 6 και 341 ΚΠολΔ). Παρόλα αυτά η Επιτροπή θεωρεί «προφανές» ότι πρέπει να τροποποιηθεί η παρούσα διάταξη. Στην πράξη πολλές φορές προκύπτει, μετά από λεπτομερείς νοητικές διεργασίες ότι η «προφάνεια» είναι μια από τις πιο επικίνδυνες παγίδες εγκλωβισμού της ελεύθερης σκέψης. Ειδικά, σχετικά με την παράλειψη του δικαστηρίου να διατάξεις πραγματογνωμοσύνη (άρθρ. 368 παρ. 2 ΚΠολΔ) ελέγχεται αναιρετικώς και σήμερα με βάση την ΚΠολΔ 559 αρ. 10, μόνον αν υπάρχει παραδοχή του δικαστηρίου ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης (βλ. ΑΠ 847, 1862/2007, 1303/2006 ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Συνεπώς, η διάταξη πέραν του ότι δεν είναι αναγκαία, μάλλον πρόσθετα ζητήματα θα δημιουργήσει.

    3.5.3. Εισάγεται με το άρθρ. 59.2 του ΣχΝ τροποποίηση της ΚΠολΔ 557, που επεκτείνει την ισχύ της απόφασης του Αρείου Πάγου, που εκδόθηκε επί αναιρέσεως του Εισαγγελέα του, και επί των διαδίκων, σχετικά και με την αναίρεση αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων, όταν η αναίρεση οφείλεται σε παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή λόγω παράβασης του κανόνα της νέας ΚΠολΔ 692 παρ. 4 (δηλ. όταν το δικαστήριο της ουσίας διέταξε ασφαλιστικό μέτρο με το οποίο εξασφαλίζεται, διατηρείται ή συνεχίζεται σύμβαση ή έννομη σχέση). Επ' αυτού θα αναφερθούμε κατωτέρω.

    3.5.4. Άλλο όχι δόκιμη πρόταση νομοθέτησης αποτελεί το άρθρ. 59.4 του ΣχΝ, που προτείνει να εισαχθεί, έστω και περιορισμένα αναίρεση και στις μικροδιαφορές!!! Δεν διανοούμεθα μια τέτοια νομοθετική εξέλιξη ότι θα πραγματοποιηθεί, για λόγους που εκθέτουμε κατωτέρω.

3.5.5. Αυτό που δεν είναι καθόλου κατανοητό είναι ο λόγος βράχυνσης της προθεσμίας αναιρέσεως, όταν δεν επιδοθεί η απόφαση από 3 σε 2 έτη (άρθρ. 60.1 του ΣχΝ που τροποποιεί το άρθρ. 564 παρ. 3 ΚΠολΔ). Καθ' ημάς δεν ανέκυψαν εντεύθεν προβλήματα. Αν δεν ενδιαφέρεται ο ίδιος ο νικήσας διάδικος να επιδώσει, ας αναμείνει.

    3.5.6. Με το άρθρ. 60.2 του ΣχΝ τροποποιείται η ΚΠολΔ 565 και ρητά επιτρέπεται η «αναστολή της ισχύος αναγνωριστικής απόφασης». Η νομολογία του Αρείου Πάγου είναι πλέον πάγια επ' αυτού και δεν προστίθεται κάτι ωφέλιμο με τη διάταξη. Εκείνο όμως που διέφυγε είναι ότι το Τμήμα Αναστολών του Αρείου Πάγου απορρίπτει ως απαράδεκτες τις αιτήσεις αναστολής εκτελέσεως, αν ήδη «έχει αρχίσει η εκτέλεση». Τούτο δε, με την μεθοδολογικά εσφαλμένη σκέψη ότι είναι αρμόδιο πλέον του μονομελές πρωτοδικείο (ΚΠολΔ 938), παραβλέποντας ότι εκεί η αναστολή μπορεί να δοθεί, μόνο αν πιθανολογείται η ευδοκίμηση της ανακοπής κατά της εκτελέσεως, ενώ στην παρούσα περίπτωση αρκεί η πιθανολόγηση ανεπανόρθωτης βλάβης. Θα ήταν άριστη ευκαιρία θεσμοθέτησης και του προτεινόμενου από ημάς χρησίμου.

3.5.7. Με το άρθρ. 60.4 του ΣχΝ τροποποιείται η ΚΠολΔ 569 παρ. 2 και ρητά ορίζεται ότι η προθεσμία άσκησης των πρόσθετων λόγων αναιρέσεως αναφέρεται στην αρχικά ορισθείσα δικάσιμο και όχι στις μετ' αναβολή. Αυτό ισχύει πάγια και απαρέγκλιτα και δεν υπάρχει λόγος αποσαφήνισης νομοθετικής.

3.5.8. Με το άρθρ. 61.3 του ΣχΝ τροποποιείται η παρ. 3 του άρθρ. 580 ΚΠολΔ. Ορίζεται εν προκειμένω ότι ο Άρειος Πάγος μετά την παραδοχή της αναίρεσης μπορεί να κρατήσει την υπόθεση που δεν χρήζει ουσιαστικής περαιτέρω διευκρίνισης και να διατυπώσει μόνο το διατακτικό της. Τούτο έχει πλέον καθιερωθεί νομολογιακά (βλ. ΟλΑΠ 25/2001 ΕλλΔ 2002.92) και συνεπώς περιττεύει η νομοθετική αποσαφήνιση.

3.5.9. Με το άρθρ. 61.3 του ΣχΝ, ορθώς, τροποποιείται η ΚΠολΔ 571, ώστε να απαλειφθεί η καταδειχθείσα ως άχρηστη στην πράξη διαδικασία απόρριψης των απαράδεκτων αναιρέσεων από τριμελές συμβούλιο του Αρείου Πάγου.

3.5.10. Η πλέον ανορθολογική διάταξη είναι αυτή του άρθρ. 61.3 του ΣχΝ με την οποία τροποποιείται η παρ. 3 του άρθρ. 580 ΚΠολΔ. Με την πρόταση του ΣχΝ ο Άρειος Πάγος μετά από δεύτερη αναίρεση επί της ίδιας υπόθεσης κρατεί ο ίδιος αυτή και δικάζει κατ' ουσίαν. Κατά την άποψή μας δεν εκτιμάται δεόντως (παρά την αναφορά στην Έκθεση της Επιτροπής) η φύση του Αρείου Πάγου ως Ακυρωτικού Δικαστηρίου και όχι ως δικαστηρίου ουσίας (υπάρχει άλλο παράδειγμα παγκοσμίως;). Επίσης φαίνεται να παραβλέπεται η ήδη υπάρχουσα υπερφόρτωση του Αρείου Πάγου. Υπενθυμίζουμε ότι το έτος 1970 ο Άρειος Πάγος εξέδωσε 787 πολιτικές και 594 ποινικές, ήτοι συνολικά 1.381 αποφάσεις. Ενώ, κατά το λήξαν έτος 2007 εξέδωσε αντίστοιχα 2.228 πολιτικές και 2.395 ποινικές, ήτοι συνολικά 4.623 αποφάσεις. Αύξηση «παραγωγής» κατά 3,3 φορές. Το έτος 1970 υπηρετούσαν στον Άρειο Πάγο 27 Αρεοπαγίτες (μ.ό. 1381: 27 = 51 αποφάσεις έκαστος). Ενώ, το έτος 2007 υπηρετούσαν 57 Αρεοπαγίτες (μ. όρος 4.623: 57 = 81 αποφάσεις έκαστος). Φυσικά οι υποθέσεις του 1970 δεν είχαν τη σημερινή περιπλοκότητα που έχει επιταθεί από νέες μορφές οικονομικών σχέσεων και τη διαρκή παρουσία διεθνών συμβάσεων. Πρόσθετη επιβάρυνση θα έχει επίπτωση στην ενημερότητα των δικαστών του Αρείου Πάγου, αλλά ενδεχομένως και στην ποιότητα των αποφάσεων του. Λογικά λοιπόν, δεν μπορεί ούτε να το σκεφθεί κανένας ότι θα ευδοκιμήσει μια τέτοια ρύθμιση. Ίσως λύση που θα μπορούσε να διασώσει το κύρος του Αρείου Πάγου και να υπηρετήσει τα διάδικα μέρη θα ήταν η καθίδρυση ειδικού τμήματος με επιλεγμένους δικαστές στο Εφετείο Αθηνών για όλη την Ελλάδα. Αυτό όμως θα προσέκρουε στη γενικότερη φιλοσοφία της «κλήρωσης» και «αρχαιότητας» που διέπει τις παρακμιακές επιλογές του εντελώς αναρθολογικά διαρθρωμένου συστήματός μας, τέκνου της δυσπιστίας και του φαντασιακού δόγματος ότι όλοι οι δικαστές μπορούν εξ ίσου να διαχειριστούν κρίσιμες υποθέσεις.

3.6. Η ανακοπή και τριτανακοπή

Με το άρθρ. 62 του ΣχΝ προτείνεται η τροποποίηση του άρθρ. 585 παρ. 2 ΚΠολΔ ώστε να επιμηκυνθεί η προθεσμία επίδοσης των πρόσθετων λόγων ανακοπής, με διαφορισμό για τις δίκες των πολυμελών έναντι των μονομελών δικαστηρίων. Αυτές οι διαφορετικές προθεσμίες αποτελούν μια παγίδα που θα έπρεπε να υπερβληθεί με ενιαίες προθεσμίες, ορθολογικά κατηγοριοποιημένες, ώστε να μην αποτελούν διαρκή απειλή για τον πάντοτε «γρηγορούντα» δικηγόρο και ευκαιρίες για τον «ενστασιολόγο» αντίδικό του.


 

4. Τέταρτο βιβλίο: Ειδικές διαδικασίες (άρθρ. 591-681 ΚΠολΔ)

    4.1. Το άρθρ. 63 του ΣχΝ αντικαθιστά το άρθρ. 591 του ΚΠολΔ. Στην ουσία το προστιθέμενο «νέο» είναι μόνο ο τρόπος άσκησης της αναταγωγής στις ειδικές διαδικασίες, όπου απαιτείται πλέον και επίδοση των προτάσεων 8 ημέρες πριν από τη συζήτηση. Νέος τύπος που δεν υπήρχε.

4.2. Το άρθρ. 64.1 του ΣχΝ αντικαθιστά το άρθρ. 599 του ΚΠολΔ και ορίζεται ότι στις γαμικές διαφορές οι προτάσεις κατατίθενται 8 ημέρες πριν από τη συζήτηση, αντί κατά τη συζήτηση που ίσχυε. Άλλος ένας πρόσθετος τύπος.

4.4. Το άρθρ. 64.2 του ΣχΝ αντικαθιστά το άρθρ. 603 του ΚΠολΔ και ορίζεται ότι στις γαμικές διαφορές δεν ισχύει το τεκμήριο ερημοδικίας. Η διάταξη είναι ορθή και αναγκαία, εν όψει της αναθεώρησης του συστήματος της ερημοδικίας.

4.5. Το άρθρ. 64.3 του ΣχΝ αντικαθιστά το άρθρ. 604 του ΚΠολΔ, ώστε επί θανάτου διαδίκου σε δίκες που αφορούν την ύπαρξη ή ανυπαρξία ή ακύρωση γάμου κ.λπ. η δίκη διακόπτεται, αν μπορεί να ασκηθεί η αγωγή από τους κληρονόμους ή κατά των κληρονόμων. Ορθή η παρέμβαση, διότι η διάταξη νομιμοποιούσε μόνο τους κληρονόμους του ενάγοντος (παρόλο που μια λογική ερμηνεία οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα και για τους κληρονόμους του εναγομένου, οι οποίοι θα μπορούσαν να ασκήσουν την αρνητική αναγνωριστική αγωγή).

4.6. Στον ίδιο παράλληλο κύκλο κινείται και το άρθρ. 66.1 του ΣχΝ που αντικαθιστά το άρθρ. 617 του ΚΠολΔ.

4.7. Το άρθρ. 65.2 του ΣχΝ αντικαθιστά το άρθρ. 615 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ώστε στον αρνούμενο να υποβληθεί σε εξετάσεις του DNA για την αναγνώριση συγγένειας εξ αίματος, να επιβάλλεται χρηματική ποινή 100 έως 500 ευρώ, αντί 29 έως 290 που ισχύει σήμερα. Πέραν του ότι τούτο μπορούσε να γίνει και με π.δ. (βλ. ανωτ. αρ. 1.1.), είναι ασήμαντη η προτεινόμενη αύξηση.

4.8. Το άρθρ. 66.2 του ΣχΝ αντικαθιστά το άρθρ. 618 του ΚΠολΔ, ώστε να περιληφθούν στις αποφάσεις που όταν καταστούν αμετάκλητες παράγουν δεδικασμένο και αυτές που αφορούν την προσβολή της «μητρότητας». Ορθή και αναγκαία η διάταξη.

4.9. Το άρθρ. 67.1 του ΣχΝ αντικαθιστά το άρθρ. 624 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ώστε να μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής και κατά προσώπου που κατοικεί στην αλλοδαπή. Αφήνει μόνο ένα κενό: πώς θα γίνει η επίδοση σε Χώρες που δεν δεσμεύονται από τη Σύμβαση της Χάγης ή από τον Κανονισμό 1348/2000/ΕΚ. Φανταζόμαστε με τις ισχύουσες διατάξεις στη Χώρα επίδοσης.

4.10. Τα άρθρ. 67.2 και 68 του ΣχΝ αντικαθιστά το άρθρ. 630 του ΚΠολΔ, και ώστε, για την άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής να προστεθεί προθεσμία 25 εργασίμων ημερών για τους κατοίκους αλλοδαπής. Και εδώ έχουμε αντιρρήσεις για τη θέσπιση ειδικών προθεσμιών, τόσο σύντομων μάλιστα, όταν ο δικαστής για να εκδώσει τη διαταγή (εδώ στην Αθήνα τουλάχιστον) πρέπει να περάσει τρίμηνο και πλέον. Σκεφθείτε να βρίσκεται ο καθού στη Βραζιλία και να πρέπει να ανεύρει δικηγόρο της εμπιστοσύνης του στην Ελλάδα, να συνεννοηθεί μαζί του, να βρει στοιχεία και μάρτυρες κ.λπ. σε τόσο σύντομο διάστημα και αν έχει και κάποια ένσταση πλαστότητας.

4.11. Οι ίδιες δυσχέρειες υπάρχουν και με την υποχρέωση του υπερ ού η διαταγή πληρωμής να την επιδώσει εντός διμήνου από την έκδοσή της στο εξωτερικό (άρθρ. 67.3 του ΣχΝ που αντικαθιστά το άρθρ. 630Α του ΚΠολΔ).

4.12. Το άρθρ. 69.2 του ΣχΝ καταργεί το άρθρ. 639 του ΚΠολΔ, που αφορά ειδικές προθεσμίες στη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων. Προς την ορθή κατεύθυνση η πρόταση.

4.13. Το άρθρ. 70.2 του ΣχΝ αντικαθιστά το άρθρ. 648 του ΚΠολΔ, ώστε και για τις μισθωτικές διαφορές να ισχύει η προθεσμία του άρθρ. 691 ΚΠολΔ, αντί του ορισμού ης προθεσμίας κλήτευσης που ορίζεται σήμερα από το δικαστή.

4.14. Το άρθρ. 70.3 του ΣχΝ αντικαθιστά το άρθρ. 649 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ώστε να ορισθεί ότι απόφαση περί αποδείξεως δεν εκδίδεται. Δεν αντιλαμβανόμεθα, τι αλλάζει, αφού και τώρα δεν εκδίδεται στη μισθωτική διαδικασία προδικαστική απόφαση! Αιτιολογεί η Επιτροπή τη διατύπωση αυτή, «για να αποκλεισθεί παντελώς» η δυνατότητα του δικαστηρίου προς έκδοση προδικαστικής, η οποία στην τακτική διαδικασία επαναφέρεται.

4.15. Το άρθρ. 71 του ΣχΝ αντικαθιστά το άρθρ. 650 του ΚΠολΔ, ώστε α) να μην αναφέρονται ειδικά οι «ένορκες βεβαιώσεις» ως αποδεικτικό μέσο, αφού είναι γενικώς επιτρεπόμενο πλέον σε κάθε διαδικασία και β) ο χρόνος διεξαγωγής και κατάθεσης της πραγματογνωμοσύνης να γίνεται εντός 20, αντί 8 ημερών. Η πρώτη διάταξη απλώς διευθετεί τυπικά ένα θέμα που ανακύπτει από τη γενική ρύθμιση των ενόρκων βεβαιώσεων, ενώ η δεύτερη διάταξη είναι περιττή, αφού η προθεσμία, ούτως ή άλλως ήταν ενδεικτική, δεδομένου ότι δεν ανέκυπτε κάποια ακυρότητα από τη βραδεία κατάθεση της πραγματογνωμοσύνης.

4.16. Επίσης, το ίδιο άρθρ. 71 του ΣχΝ αντικαθιστά το άρθρ. 651 του ΚΠολΔ, ώστε να μην προκύπτει κάποια αμφιβολία ότι δεδικασμένο αποτελούν όλες οι αποφάσεις που εκδίδονται κατά τη διαδικασία των άρθρ. 647 επ. (μισθώσεις).

4.17. Με το άρθρ. 72.1 και 2 του ΣχΝ καταργούνται τα άρθρ. 652 και 653 του ΚΠολΔ, ώστε α) να υπάρξει ενιαία προθεσμία για τα ένδικα μέσα κ.λπ. και β) για να ισχύουν και στις μισθωτικές διαφορές οι γενικές διατάξεις που ήδη κατέστησαν όμοιας ρύθμισης.

4.18. Επίσης, το ίδιο άρθρ. 71.3 του ΣχΝ αντικαθιστά το άρθρ. 654 του ΚΠολΔ, ώστε και στις μισθωτικές διαφορές να ισχύουν οι γενικοί κανόνες για τους πρόσθετους λόγους εφέσεως.

4.19. Επίσης, το ίδιο άρθρ. 71.4 του ΣχΝ αντικαθιστά το άρθρ. 655 του ΚΠολΔ, ώστε και στην αναψηλάψηση απόφασης επί μισθωτικών διαφορών να εφαρμόζονται όλοι οι κανόνες που ισχύουν στις σχετικές διαφορές μισθώσεων.

4.20. Με το άρθρ. 73.1 και 2 του ΣχΝ προτείνεται η τροποποίηση του άρθρ. 662Δ του ΚΠολΔ, ώστε οι προθεσμία των 20 ημερών να γίνεται 25 για την εκτελεστότητα της διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου. Ο καθού η διαταγή δικαιούται σε ανακοπή εντός 15 «εργάσιμων ημερών». Πέραν του ότι οι διατάξεις δεν είναι σύμφωνες που την αρχή ενοποίησης όλων των δικονομικών προθεσμιών, επαναλαμβάνεται, χωρίς λόγο, η διάταξη του άρθρ. 662ΣΤ που ορίζει την ίδια σχετικά με την προθεσμία άσκησης της ανακοπής.

4.21. Με το άρθρ. 74.1 του ΣχΝ προστίθενται δύο ακόμη περιπτώσεις στο άρθρ. 663 του ΚΠολΔ, που δικάζονται κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, αυτή των προσεπικλήσεων και των σωρευόμενων αγωγών κατά των δικονομικών εγγυητών και των αγωγών κατά ομοδίκων κ.λπ. Η προσθήκη καλείται να καλύψει τμήμα της γενικής σύγχυσης που προκαλεί η χωρίς ειδικό λόγο ύπαρξη των ειδικών διαδικασιών, εν όψει την πλήρους απλοποιημένης συνήθους διαδικασίας των μονομελών πρωτοδικείων.

4.22. Με το άρθρ. 74.2 του ΣχΝ καταργείται το άρθρ. 667 ΚΠολΔ που αναφερόταν στην προσπάθεια συμβιβασμού από το δικαστή. Κατανοητή η κατάργηση καθ' εαυτήν.

4.23. Το άρθρ. 74.3 του ΣχΝ αντικαθιστά το άρθρ. 670 του ΚΠολΔ, ώστε να ορισθεί ότι απόφαση περί αποδείξεως δεν εκδίδεται. Δεν αντιλαμβανόμεθα, τι αλλάζει, αφού και τώρα δεν εκδίδεται στην εργατική διαδικασία προδικαστική απόφαση! Αιτιολογεί η Επιτροπή τη διατύπωση αυτή, «για να αποκλεισθεί παντελώς» η «δυνατότητα» του δικαστηρίου προς έκδοση προδικαστικής, η οποία στην τακτική διαδικασία επαναφέρεται.

4.24. Το άρθρ. 75 του ΣχΝ τροποποιεί το άρθρ. 671 του ΚΠολΔ, ώστε α) να μην αναφέρονται ειδικά οι «ένορκες βεβαιώσεις» ως αποδεικτικό μέσο, αφού είναι γενικώς επιτρεπόμενο πλέον σε κάθε διαδικασία και β) ο χρόνος κατάθεσης της πραγματογνωμοσύνης να γίνεται εντός 20 ημερών. Η πρώτη διάταξη απλώς διευθετεί τυπικά ένα θέμα που ανακύπτει από τη γενική ρύθμιση των ενόρκων βεβαιώσεων, ενώ η δεύτερη διάταξη είναι περιττή, αφού η προθεσμία, ούτως ή άλλως είναι ενδεικτική, δεδομένου ότι δεν ανακύπτει κάποια ακυρότητα από τη βραδεία κατάθεση της πραγματογνωμοσύνης.

4.25. Με το άρθρ. 76.1 του ΣχΝ καταργείται το άρθρ. 673 ΚΠολΔ που ρύθμιζε ειδικά τα περί ανακοπής ερημοδικίας στις εργατικές διαφορές. Ορθή η ρύθμιση, ώστε η ανακοπή να ασκείται κατά τις γενικές διατάξεις.

4.26. Με το άρθρ. 76.3 του ΣχΝ προστίθεται μια ακόμη περίπτωση στο άρθρ. 677 του ΚΠολΔ και ορίζεται ότι κατά τη διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας δικάζονται και αυτές που αφορούν αμοιβές κ.λπ. «διαιτητών». Ορθή η διάταξη στα πλαίσια της πολυποικιλότητας των διαδικασιών.

4.27. Με το άρθρ. 78.1 του ΣχΝ καταργείται η παρ. 3 του άρθρ. 681Β ΚΠολΔ που ρύθμιζε ειδικά τα της ανταγωγής στη διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας, διότι ηδη η ρύθμιση του νέου άρθρ. 691 καλύπτει τον τρόπο άσκησης της ανταγωγής σε όλες τις ειδικές διαδικασίες.

4.28. Το άρθρ. 78.2 του ΣχΝ επιχειρείται «συντονισμός» της παρ. 1 του άρθρ. 681Γ του ΚΠολΔ, ώστε να προσομοιάζει η διαδικασία από διαφορές από διατροφή και επιμέλεια τέκνων προς αυτή των γαμικών διαφορών. Επαινετή η προσπάθεια, αλλά δεν αποτελεί μέρος μια ευρύτερης προσπάθειας ενοποίησης όλων των διαδικασιών που θα έπρεπε να αποτελεί στόχο μιας σύγχρονης Πολιτικής Δικονομίας.

4.29. Το άρθρ. 78.3 του ΣχΝ τροποποιεί το άρθρ. 671Γ του ΚΠολΔ, ώστε στις διαφορές από διατροφή και επιμέλεια τέκνων, να είναι μεν υποχρεωτική η προσπάθεια συμβιβασμού, αλλά η απουσία τους να μην παρακωλύει την πρόοδο της δίκης. Η ερμηνευτική προσέγγιση της υπάρχουσας ρύθμισης δεν οδηγεί σε διαφορετικά πάντως πορίσματα.

4.30. Με το άρθρ. 78.4 του ΣχΝ προστίθεται νέα παράγραφος στο άρθρ. 681Γ του ΚΠολΔ, ώστε να διατάζεται «αυτεπαγγέλτως» και η απόδοση ή παράδοση του τέκνου και να απειλείται σωρευτικά χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση στον μη συμμορφούμενο γονέα. Ορθή η διάταξη.

4.31. Με το άρθρ. 79 του ΣχΝ α) τίθεται τίτλος προ του άρθρ. 681Δ ΚΠολΔ «Κεφάλαιο ΙΑ΄. Διαφορές από ΜΜΕ» και β) γίνεται προσαρμογή της διάταξης του άρθρ. 681Α στις λοιπές διατάξεις. Δεν κατανοούμε την προσθήκη ειδικού τίτλου κεφαλαίου, οι δε λοιπές διατάξεις είναι απλώς χωρίς ιδιαίτερη σημασία.


 

5. Πέμπτο βιβλίο: Ασφαλιστικά μέτρα (άρθρ. 682-738 ΚΠολΔ)

5.1. Το άρθρ. 80.1 του ΣχΝ προσθέτει εδάφιο στο άρθρ. 686 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ώστε ο προσδιορισμός της συζήτησης του ασφαλιστικού μέτρου να μην απέχει πλέον των 45 ημερών από την κατάθεση της αίτησης. Είναι μια έντονη υπόδειξη του νομοθέτη προς μερική συστολή της ενδημούσας αρνησιδικίας των δικαστηρίων μας. Ο φόρτος, όπως έχουμε διαπιστώσει δεν είναι εξ ολοκλήρου πραγματικός, αλλά οφείλεται, κατά μέγα μέτρο, στις πολυσέλιδες, άνευ λόγου, αιτιολογίες των σχετικών αποφάσεων που ενθυμίζουν όχι ασφαλιστικά μέτρα, αλλά πολλάκις νομικές διατριβές! Χρειάζεται πλήρης αναθεώρηση της όλης φιλοσοφίας του συστήματος των ασφαλιστικών μέτρων: σύντομη εντός 5 ημερών εκδίκαση και κατά κανόνα έκδοση αποφάσεων (ιδίως επί προσωρινών διατροφών, επιμέλειας τέκνων, προσημειώσεων κ.λπ.) επί της έδρας, χωρίς αιτιολογία, με απλή σημείωση επί της αιτήσεως.

5.2. Το άρθρ. 80.2 του ΣχΝ αντικαθιστά την παρ. 4 του άρθρ. 691 παρ. 2 του ΚΠολΔ (πρόσφατης «κοπής» διάταξη, με το ν. 3327/2005!!), ώστε να καλείται πάντοτε ο αντίδικος εκείνου που ζητεί την έκδοση προσωρινής διαταγής πριν από 24 ώρες. Η νέα διάταξη που προτείνεται απλώς «νομιμοποιεί» μια πάγια πρακτική, η οποία έχει ως συνέπεια μια κατ' αντιμολία συζήτηση ενώπιον του δικαστή και την παρ' εκείνου έκδοση μιας «εμπεριστατωμένα αιτιολογημένης» διάταξης!! Προς δόξαν της ελληνικής ακένωτης βερμπολογίας, αντίβαρο της έμφυτης δυσπιστίας των Ελλήνων προς τους δικαστές της. Έτσι, ένα πρόσθετο φορτίο στο δικαστικό μόχθο θα επιφέρει μεγαλύτερη διαρκώς συμφόρηση των εκκρεμών υποθέσεων.

5.3. Με το άρθρ. 80.3 του ΣχΝ προστίθενται νέες παράγραφοι στο άρθρ. 691 του ΚΠολΔ, ώστε: α) Σε περίπτωση αναβολής να παύει η ισχύς της προσωρινής διαταγής, εκτός αν το δικαστήριο παρατείνει την ισχύ της. Πρόταση νομοθετικής καθιέρωσης της ισχύουσας πρακτικής, χωρίς να έχει προκύψει στην πράξη κάποιο πρόβλημα. β) Να σημειώνεται η διαταχθείσα απαγόρευση της νομικής μεταβολής ακινήτου ή πλοίου στα οικεία βιβλία. Ορθή η πρόταση.

5.4. Απολύτως αντίθετους θα μας εύρει η πρόταση της Επιτροπής (άρθρ. 80.3 του ΣχΝ), να προστεθεί στο άρθρ. 692 παρ. 4 του ΚΠολΔ, ώστε τα ασφαλιστικά μέτρα να μην συνίστανται «στη συνέχιση ή διατήρηση σύμβασης ή έννομης σχέσης». Ενδεχομένως μερικά δικαστήρια να μη διαχειρίσθηκαν επιτυχώς την υπάρχουσα ευχέρειά τους εν προκειμένω. Όμως, αν γίνει δεκτή η πρόταση της Επιτροπής, απαγορεύεται πλέον στο δικαστή να προστατεύσει έγκαιρα και αποτελεσματικά τον εργαζόμενο που απομακρύνεται από την εργασία του με άκυρη και καταφανώς παράνομη απόλυση. Υπενθυμίζομουμε την περίοδο 1993 όπου έγιναν ομαδικές καταγγελίες σε μισθωτούς Οργανισμών και οι εργαζόμενοι προστατεύθηκαν με βάση αυτή τη διάταξη. Διασώθηκε πέραν της οικονομικής τους οντότητας και η αξιοπρέπειά τους να παρέχουν την εργασία τους, για την οποία ούτως ή άλλως θα λάβουν την αμοιβή τους, σε «μερικά χρόνια», όταν οι τακτικές διαδικασίες το επιτρέψουν. Ενταγμένη στο ίδιο σφαλερό νοητικό περιβάλλον είναι και η προτεινόμενη με το άρθρ. 82.3 και 4 του ΣχΝ αντικατάσταση των άρθρ. 731 και 732 ΚΠολΔ, ώστε να μη γίνεται «καταστρατήγηση» της προεκτεθείσας απαγόρευσης.

5.5. Επίσης, απολύτως αντίθετους θα μας εύρει η πρόταση της Επιτροπής (άρθρ. 81.3 του ΣχΝ), να τροποποιηθεί το άρθρ. 699 ΚΠολΔ (πρόσφατης άλλωστε επίσης «κοπής» διάταξη, με το ν. 3327/2005!!), ώστε τα ασφαλιστικά μέτρα να υπόκεινται σε αναίρεση από το διάδικο, με τους λόγους του άρθρ. 559 αρ. 1 (παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου), «με την προϋπόθεση ότι πρόκειται για ζήτημα γενικοτέρου ενδιαφέροντος» και του αρ. 14 (ακυρότητα) από ασφαλιστικό μέτρο που διατάσσει «στη συνέχιση ή διατήρηση σύμβασης ή έννομης σχέσης». Μια αναίρεση στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων είναι αντίθετη στη φύση του θεσμού (το «σκονισμένο» και «ξεχασμένο στα ράφια» βιβλίο του αείμνηστου Ι. Αποστολόπουλου, «Ο πρόεδρος πρωτοδικών», παρέχει επαρκείς απαντήσεις περί τούτου) και επί πλέον, αν ενδώσει ο νομοθέτης στην πρόταση αυτή θα επιβαρύνει το ήδη βεβαρημένο ακυρωτικό μας (βλ. κατωτ.).
Πέραν τούτου, η έννοια του «γενικότερου ενδιαφέροντος» ζητήματος είναι ρευστή και ήδη οι περιπτώσεις του καλύπτονται με τη θεσμοθετηθείσα αναίρεση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ο λόγος του αρ. 14, με την αμέσως προεκτεθείσα αιτιολογία, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

5.6. Με το άρθρ. 81.2 του ΣχΝ τροποποιείται η παράγρ. 2 του άρθρ. 693 του ΚΠολΔ, ώστε σε περίπτωση παρόδου άπρακτης της προθεσμίας έγερσης αγωγής επί της κύριας υπόθεσης, να διατηρείται το ασφαλιστικό μέτρο όταν «επιδίδεται» (αντί απλώς «εκδίδεται») διαταγή πληρωμής. Ορθή η πρόταση.


 

6. Έκτο βιβλίο: Διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρ. 739-902 ΚΠολΔ)

6.1. Με το άρθρ. 82.7 του ΣχΝ προτείνεται η τροποποίηση του άρθρ. 749 του ΚΠολΔ, ώστε στην εκουσία διαδικασία να μην εφαρμόζονται, ούτε οι διατάξεις για τη διαμεσολάβηση. Η φύση της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν το επιτρέπει άλλωστε.

6.2. Πολύ «κακής έμπνευσης» είναι η προτεινόμενη με τα άρθρ. 83-85 του ΣχΝ τροποποίηση των άρθρ. 782, 783, 786, 791, 795, 826, 828, 841, 843, 851, 859 και 862 ΚΠολΔ, ώστε αντί του μονομελούς πρωτοδικείου που έχει σήμερα αρμοδιότητα, αρμόδιος να καθίσταται ο ειρηνοδίκης: για τη βεβαίωση γεγονότος προς σύνταξη ληξιαρχικής πράξης, την κήρυξη ή άρση της αφάνειας, την άρση της εκκρεμότητας από αρνήσεις υποθηκοφυλάκων κ.λπ. τηρούντων δημόσια βιβλία ή αρχεία, τη ρύθμιση επικαρπίας, τη δημόσια πρόσκληση για αναγγελία δικαιώματος. Υπενθυμίζουμε ότι παλιότερα (επί «δοτών» διοικήσεων του Πρωτοδικείου Αθηνών), η πλειάδα των εν λόγω υποθέσεις ανατίθεντο σε έμπειρο δικαστή, εξ αιτίας της μεγάλης σοβαρότητάς τους (άλλαζαν ηλικίες, βεβαιωνόταν γέννηση ή θάνατος κ.λπ.!!, διακυβεύονταν περιουσίες, γίνονταν παρεμβάσεις σε δημόσια βιβλία κ.λπ.).


 

7. Έβδομο βιβλίο: Διαιτησία (άρθρ. 867-903 ΚΠολΔ)

Με τις διατάξεις των άρθρ. 86-89 προτείνεται παρέμβαση στα άρθρ. 867, 869, 882, 882Α, 889 και 899 ΚΠολΔ. Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις κινούνται προς την ορθή κατεύθυνση. Οι κυριότερες τροποποιήσεις αφορούν: α) προστίθεται και η περίπτωση δυνατότητας κατάρτισης συμφωνίας διαιτησίας και με ηλεκτρονικά μέσα, β) ρυθμίζονται ορθολογικότερα και δικαιότερα τα της αμοιβής και εξόδων των διαιτητών, γ) προβλέπεται η δυνατότητα λήψης ασφαλιστικών μέτρων από τους διαιτητές (τούτο σήμερα μόνο στις «διεθνείς» διαιτησίες) και δ) περιορίζονται οι λόγοι κύρωσης της διαιτητικής απόφασης, ανάλογα με τα ισχύοντα επί αναιρέσεως (κανείς δεν μπορεί να δημιουργήσει λόγους ακύρωσης με δικές του πράξεις και δεν μπορεί να προταθεί ακυρότητα γνωστή στο διάδικο που δεν προβλήθηκε στο διαιτητικό διαστήριο, εκτός ανα αφορά τη δημόσια τάξη ή το σφάλμα προκύπτει από την ίδια τη διατητική απόφαση).


 

8. Όγδοο βιβλίο: Αναγκαστική εκτέλεση (άρθρ. 904-460 ΚΠολΔ)

8.1. Με το άρθρ. 90.1 του ΣχΝ προτείνεται η τροποποίηση του άρθρ. 924 του ΚΠολΔ, ώστε ο επισπεύδων αναγκαστική εκτέλεση να πρέπει να διορίσει αντίκλητο όχι στην έδρα του «ειρηνοδικείου», όπως ισχύει σήμερα, αλλά στην έδρα του «εφετείου» και τούτο, όπως τονίζεται στην έκθεση της Επιτροπής, διότι «θα είναι πιο εύκολο» να βρεθεί αντίκλητος εκεί …… Κατά την άποψή μας, υπάρχει και η έδρα του «πρωτοδικείου». Ας σκεφθούμε μια εκτέλεση που γίνεται λ.χ. στην Κω και οι εκ ενδιαφερόμενοι να πρέπει να επιδίδουν στη Ρόδο, όπου η έδρα του εφετείου, και τούτο να τους το λέμε «διευκόλυνση»;;

8.2. Επικροτούμε την προτεινόμενη με το άρθρ. 90.2 του ΣχΝ ρύθμιση, με την οποία προτείνεται η τροποποίηση του άρθρ. 933 του ΚΠολΔ, ώστε η αρμοδιότητα επί των αντιρρήσεων κατά της εκτέλεσης να προσδιορίζεται με βάση την προέλευση του τίτλου, ανεξάρτητα αν πρόκειται για απόφαση ή διαταγή πληρωμής.

8.3. Ορθή και η πρόταση του άρθρ. 90.3 του ΣχΝ, σχετικά με την αντικατάσταση του άρθρ. 933 παρ. 4 ΚΠολΔ. Η διατύπωσή της όμως πρέπει να είναι η εξής «Οι ισχυρισμοί που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης πρέπει να αποδεικνύονται αμέσως μόνο με έγγραφα ή δικαστική ομολογία, αλλιώς απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι», ώστε να στοιχείται πράγματι με το κριθέν από την ΟλΑΠ 10/93 (που φαίνεται ότι το θέλει η Επιτροπή). Η εν λόγω διατύπωση είναι απόλυτα σαφής και δεν «τρέχει» τον εφαρμοστή από άρθρο σε άρθρο, όπως η προτεινόμενη.

8.4. Με το άρθρ. 91 του ΣχΝ προτείνεται η τροποποίηση των άρθρ. 946, 947 και 950 ΚΠολΔ, προκειμένου: α) να αυξηθούν τα ποσά των χρηματικών ποινών στην έμμεση εκτέλεση σε 100.000 και 150.000 ευρώ αντίστοιχα (από 5.900 ευρώ που είναι σήμερα) και β) να απειλείται σωρευτικά στις περιπτώσεις αυτές και προσωπική κράτηση. Ορθολογική η προτεινόμενη παρέμβαση, μπορούσε όμως να γίνει και με π.δ.

8.5. Με το άρθρ. 92 του ΣχΝ προτείνεται η τροποποίηση του άρθρ. 952 ΚΠολΔ, προκειμένου ο βεβαιωτικός όρκος να γίνει πιο λειτουργικός, αφού η πρόταση διαλαμβάνει όλα τα περιουσιακά στοιχεία υλικά και άϋλα, καθώς και υποχρέωση να υποδειχθεί ο ακριβής τόπος εύρεσής τους. Ορθολογική η προτεινόμενη παρέμβαση.

8.6. Με το άρθρ. 93.1 του ΣχΝ προτείνεται η τροποποίηση του άρθρ. 959 του ΚΠολΔ. Αναρρυθμίζεται το όλο σύστημα του τρόπου διεξαγωγής των πλειστηριασμών, με στόχο την επιτάχυνση και ιδίως τη διαφάνεια, με την απομάκρυνση συμπαικτικών πλειοδοτών. Τους στόχους αυτούς, εν πολλοίς διασφαλίζουν οι κλειστές προσφορές και η κατάθεση εγγύησης και πληρεξουσίου. πικροτούμε την πρόταση, διατηρούντες μόνο επιφυλάξεις σχετικά με την υποδομή σε αίθουσες του ειρηνοδικείου (ιδίως των μεγάλων δικαστηρίων) προς ταυτόχρονη διεξαγωγή πλειάδας πλειστηριασμών εκεί, κάθε εργάσιμη Τετάρτη. Φρονώ ότι η μέχρι τώρα εμπειρία των συμβολαιογράφων από τη συγκέντρωση σε μια αίθουσα του Δημοτικού καταστήματος όλων των πλειστηριασμών, το μόνο που βοήθησε είναι η δυνατότητα των «κορακιών» (συμπαικτικών πλειοδοτών), να παρευρίσκονται ταυτόχρονα σε όλους τους πλειστηριασμούς και να πράττουν όλα όσα θέλουμε να αποφύγουμε.

8.7. Περαιτέρω, δεν βλέπουμε σήμερα το λόγο διατήρησης της κήρυξης «από κήρυκα», απολίθωμα της εποχής των «τελάληδων» (άρθρ. 93.3 του ΣχΝ που αντικαθιστά το άρθρ. 965. Τέτοιοι ίσως αναγκαιούν ακόμη μόνο στους πλειστηριασμούς των Sotheby' s.

8.8. Ορθή και η πρόταση του άρθρ. 94.2 του ΣχΝ, σχετικά με την αντικατάσταση της παρ. 4 του άρθρ. 965 ΚΠολΔ που επιβάλλει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού την έντοκη πλέον κατάθεση του πλειστηριάσματος.

8.9. Στο άρθρ. 94. 3 του ΣχΝ που προτείνει την τροποποίηση του άρθρ. 970 ΚΠολΔ, επαναλαμβάνεται το ίδιο σφάλμα του άρθρ. 90.1 του ΣχΝ (βλ. ανωτ.), επιβάλλοντας στον υπερθεματιστή να διορίσει αντίκλητο στην έδρα του «εφετείου»!!! και όχι του πρωτοδικείου στην περιφέρεια του οποίο έγινε ο πλειστηριασμός! (βλ. τις εκεί παρατηρήσεις μας). Το ίδιο και στο άρθρ. 95 του ΣχΝ, όπου και ο αναγγελλόμενος δανειστής πρέπει να διορίσει αντίκλητο στην έδρα του «εφετείου»!!! και όχι του πρωτοδικείου στην περιφέρεια του οποίο έγινε ο πλειστηριασμός!

8.10. Με το άρθρ. 96 του ΣχΝ προτείνεται η τροποποίηση του άρθρ. 975 του ΚΠολΔ και αλλάζει ο τρόπος της κατάταξης των δανειστών. Περιορίζεται χρονικά το προνόμιο των εργαζομένων και των δικηγόρων σε 18 μήνες και γενικά γίνεται μια πιο ορθολογική κατανομή του πλειστηριάσματος.

8.11. Επίσης, με το άρθρ. 97 του ΣχΝ προτείνεται η τροποποίηση του άρθρ. 977 του ΚΠολΔ, ώστε να δοθεί μια έστω μικρή μερίδα από το εκπλειστηρίασμα και στους μη προνομιούχους εγχειρόγραφους δανειστές (συνήθως είναι αυτοί που προμήθευσαν τα εμπορεύματα στην επιχείρηση του οφειλέτη).

8.12. Με τα άρθρ. 98 και 99 του ΣχΝ προτείνεται η τροποποίηση των άρθρ. 978 και 980 του ΚΠολΔ και ορίζεται ότι επί απαιτήσεων που κατατάχθηκαν από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού «τυχαίως» ή όταν ασκήθηκε ανακοπή κατά της κατάταξης, ο δανειστής δικαιούται να αναλάβει το ποσό της απαίτησής του, με την προσκόμιση εγγυητικής επιστολής πλήρους κάλυψης. Ορθές οι νέες διατάξεις, αφού πολλάκις ο δανειστής παραμένει ανικανοποίητος, λόγω των εκκρεμών δικών επί της απαίτησής του ή επί της εκτέλεσης. Δεν είναι μόνο δόκιμος ο όρος «αξιόχρεης Τράπεζας που λειτουργεί στην Ελλάδα». Αντί τούτου να τεθεί Τράπεζας που είναι εγκατεστημένη στην Ελλάδα», αφού δεν είναι δυνατή η διάκριση των Τραπεζών σε αξιόχρεες και μη από τον υπάλληλο επί του πλειστηριασμού.

8.13. Με το άρθρ. 100 του ΣχΝ προτείνεται η τροποποίηση των άρθρ. 982 του ΚΠολΔ και ορίζεται ότι: α) το ακατάσχετο επί της διατροφής, των μισθών, συντάξεων κ.λπ. ισχύει και όταν τα ποσά αυτά κατατίθενται σε τραπεζικό λογαριασμό του οφειλέτη και β) είναι ακατάσχετο συνολικό ποσό 1.500 ευρώ από τραπεζικές καταθέσεις του οφειλέτη. Ορθή η πρόταση νομοθέτησης που συναρτάται προς τη γενίκευση των τραπεζικών συναλλαγών και προστατεύουν τον οφειλέτη από πλήρη οικονομική απαξίωση.

8.14. Με το άρθρ. 101.1 του ΣχΝ προτείνεται η τροποποίηση των άρθρ. 983 του ΚΠολΔ, ώστε αυτός που ενεργεί την κατάσχεση υπέρ τρίτου να μπορεί να διορίζει αντίκλητο, όχι μόνο στην έδρα του ειρηνοδικείου ή του πρωτοδικείου, αλλά και στην έδρα του εφετείου. Δεν είναι και εδώ κατανοητό, γιατί σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει οι ενδιαφερόμενοι να τρέχουν για επιδόσεις στις έδρες των εφετείων!

8.15. Πάρα πολύ χρήσιμη είναι η προτεινόμενη με το άρθρ. 101.2 του ΣχΝ προσθήκη διάταξης στο άρθρ. 983 του ΚΠολΔ που να αίρει το απόρρητο των καταθέσεων και των άϋλων μετοχών στο μέτρο της απαίτησης του δανειστή που έχει δικαίωμα κατάσχεσης. Έτσι διευθετείται κατά τον καλύτερο τρόπο ένα χρονίζον ζήτημα, που λόγω του τραπεζικού απορρήτου έθετε στο απυρόβλητο των δανειστών σοβαρά περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη.

8.16. Επίσης, πολύ χρήσιμη είναι η προτεινόμενη με τα άρθρ. 102 και 103 του ΣχΝ προσθήκη των νέων διατάξεων των άρθρ. 991Α και 991Β του ΚΠολΔ, ώστε να είναι δυνατή η εκποίηση με επίσπευση του οφειλέτη των άϋλων κινητών αξιών, των μεριδίων συλλογικών επενδύσεων (repos) κ.λπ. σύμφωνα με διαδικασία που προβλέπεται σε αποφάσεις της Κεφαλαιαγοράς.

8.17. Με το άρθρ. 104 του ΣχΝ προτείνεται η τροποποίηση τoy άρθρ. 997 του ΚΠολΔ, ώστε τα αποτελέσματα της κατάσχεσης (απαγόρευση διάθεσης κ.λπ.) να αρχίζουν και από τη σύνταξη έκθεσης που να πιστοποιεί την άρνηση του οφειλέτη ή του τρίτου να παραλάβουν το αντίγραφο κ.λπ. της κατασχετήριας έκθεσης, αφού έκτοτε πιστοποιείται η γνώση τους. Ορθή η πρόταση της Επιτροπής.

8.18. Με το άρθρ. 105.1 του ΣχΝ προτείνεται η τροποποίηση τoυ άρθρ. 998 του ΚΠολΔ, ώστε η διαδικασία των κλειστών προσφορών που εφαρμόζεται στα κινητά κ.λπ. να εφαρμόζεται και επί των ακινήτων, πλοίων, αεροσκαφών.

8.19. Με το άρθρ. 106 του ΣχΝ προτείνεται η προσθήκη νέας διάταξης, ήτοι του άρθρ. 1001Α του ΚΠολΔ, ώστε επί κατασχέσεως περισσότερων ακινήτων με περισσότερες εκθέσεις κατασχέσεως να είναι δυνατή η από κοινού ή χωριστή εκπλειστηρίαση αυτών την ίδια μέρα, αν αυτά είναι ενταγμένα σε επιχείρηση. Η διάταξη είναι ορθή και συμβάλλει στη διατήρηση της ακεραιότητας και λειτουργικότητας της επιχείρησης στα χέρια του νέου κτήτορα.

8.20. Με το άρθρ. 107 του ΣχΝ προτείνεται η τροποποίηση τoυ άρθρ. 1004 του ΚΠολΔ. Με τη νέα διάταξη ορίζεται υποχρέωση του υπαλλήλου επί του πλειστηριασμού να καταθέσει έντοκα το εκπλειστηρίασμα. Παραλείπεται όμως, να ορισθεί ότι η εγγυοδοσία του υπερθεματιστή για το ελλείπον ποσό του πλειστηριάσματος θα παρέχεται με εγγυητική επιστολή Τράπεζας, χάριν της ομοιότητας ρύθμισης προς τα προεκτεθέντα.

8.21. Στο άρθρ. 108 του ΣχΝ που προτείνει την τροποποίηση του άρθρ. 1005 ΚΠολΔ, επαναλαμβάνεται το ίδιο σφάλμα των άρθρ. 90.1, 94.3 και 95 του ΣχΝ, επιβάλλοντας στον υπερθεματιστή κατά την πραξη καταβολής του πλειστηριάσματος να διορίσει αντίκλητο στην έδρα του «εφετείου»!!! και όχι του πρωτοδικείου στην περιφέρεια του οποίο έγινε ο πλειστηριασμός! Βλ. τις παρατηρήσεις μας στο άρθρ. 90.1 του ΣχΝ.

8.22. Με το άρθρ. 109 του ΣχΝ προτείνεται η τροποποίηση του άρθρ. 1005 του ΚΠολΔ, ώστε να δοθεί μια έστω μικρή μερίδα από το εκπλειστηρίασμα και στους μη προνομιούχους εγχειρόγραφους δανειστές (συνήθως είναι αυτοί που προμήθευσαν τα εμπορεύματα στην επιχείρηση του οφειλέτη). Η προτεινόμενη ρύθμιση είναι παρόμοια με αυτή του άρθρ. 97 του ΣχΝ που προτείνει την τροποποίηση του άρθρ. 977 του ΚΠολΔ.

8.23. Με το άρθρ. 110 του ΣχΝ προτείνεται η τροποποίηση του άρθρ. 1019 του ΚΠολΔ, ώστε για την ανατροπή της κατάσχεσης δεν πρέπει να υπολογίζεται και ο χρόνος «από 1 έως και 15 Σεπτεμβρίου», αντί του ισχύοντος σήμερα «από 1 έως 31 Αυγούστου». Θεωρούμε ότι μάλλον εν προκειμένω πρόκειται για παραδρομή της Επιτροπής και το ηθελημένο είναι «από 1 Αυγούστου έως και 15 Σεπτεμβρίου», αλλιώς δεν θα είχε νόημα η περιεχόμενη στην Έκθεση της Επιτροπής (σελ. 62) φράση «με την προτεινόμενη νέα ρύθμιση επεκτείνεται μέχρι 15 Σεπτεμβρίου …..».


 

9. Τροποποιήσεις άλλων νόμων, εκτός ΚΠολΔ, και μεταβατικές διατάξεις

9.1. Με το άρθρ. 111.1 του ΣχΝ προτείνεται η κατάργηση του άρθρ. 3 παρ. 3 α του ν. 1562/1985, ώστε να απαλειφθούν οι πολύ σύντομες προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων στις διαφορές ανοικοδόμησης από συνιδιοκτήτη που διαθέτει το 65%. Δικαιολογημένη και προς την ορθή κατεύθυνση η διάταξη.

9.2. Με το άρθρ. 111.2 του ΣχΝ προτείνεται η κατάργηση του άρθρ. 64 εδ. γ του ν. 2121/1993. Το άρθρο αυτό είχε πρόσφατα αντικατασταθεί με το άρθρ. 2 παρ. 4 του ν. 3524/2007!! για τη μεταφορά της Οδηγίας 2004/48 (άρθρ. 7), με την οποία έπρεπε να εισαχθούν αποτελεσματικά μέσα προσωρινής προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας. Ο νομοθέτης του ν. 3524/2007 εισήγαγε υποχρεωτική λήψη ασφαλιστικών μέτρων χωρίς κλήτευση του αντιδίκου και υποχρεωτική χορήγηση προσωρινής διαταγής. Ορθώς η Επιτροπή προτείνει εν προκειμένω την κατάργηση αυτής της ρύθμισης, αφού αυτή ενέχει και αιχμές αντισυνταγματικότητας, αλλά και πέραν τούτου οι ορισμοί της Οδηγίας ικανοποιούνται πλήρως με το ισχύον σύστημα των ασφαλιστικών μέτρων.

9.3. Με το άρθρ. 111.3 του ΣχΝ προτείνεται η κατάργηση του άρθρ. 90 παρ. 1 του ν.δ/τος της 17.7/13.8/1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ΑΕ», δεδομένου ότι με το άρθρ. 101 του ΣχΝ ρυθμίζεται ειδικά το ζήτημα της κατάσχεσης των καταθέσεων σε Τράπεζες.

9.4. Με το άρθρ. 112 του ΣχΝ προτείνεται η θέσπιση αυτοτελούς, εκτός κειμένου άλλου νόμου, διάταξη, με την οποία ρυθμίζεται μεταβατικό δίκαιο σχετικά με την εφαρμογή των άρθρ. 393 έως 395 ΚΠολΔ, ορίζοντας ότι αυτά εφαρμόζονται μόνο σε δίκες των οποίων η συζήτηση θα γίνει μετά την έναρξη της ισχύος τους και θα αφορά γεγονότα που συνέβησαν μετά ταύτα. Φρονούμε ότι η διάταξη δεν παρέχει καμία χρησιμότητα, αφού και χωρίς αυτή το ζήτημα ρυθμίζεται όμοια με βάση τα άρθρ. 20 επ. του ΕισΝΚΠολΔ.

9.5. Τέλος με το άρθρ. 113 ορίζεται ότι η η διετής προθεσμία για την άσκηση εφέσεως και αναιρέσεως, αναφέρεται σε αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν μετά την έναρξη ισχύος της νέας ρύθμισης. Αν τελικά τεθεί αυτή η προθεσμία, για την οποία έχουμε εκφράσει την αντίθεσή μας ανωτέρω, ασφαλώς και θα είναι αναγκαία η παρενθήκη της παρούσας διάταξης, διότι σύμφωνα με το άρθρ. 24 παρ. 2 ΚΠολΔ θα εφαρμοζόταν διαφορετική λύση, που δεν θα ήταν σύνδρομη με τη φύση του πράγματος.


 


 


 


 

IΙ. Συνοπτική αποτίμηση του προτεινόμενου ΣχΝ

    1. Βασικά χαρακτηριστικά του.
Το προτεινόμενο ΣχΝ φέρει τα εξής βασικά χαρακτηριστικά:

    α) Μεθοδολογικά αποτελεί μια «διεμβόλιση» όλου του κειμένου του ισχύοντος σήμερα κειμένου του ΚΠολΔ και επιλεκτική παρέμβαση, όπου η Επιτροπή έκρινε σκόπιμο.

    β) Δεν θίγει γενικότερα δομικά προβλήματα, συναρτώμενα με την αναγκαιότητα ή μη της αυθυπαρξίας πολλών «ειδικών διαδικασιών», δικονομικών απαραδέκτων και πολλών διαφοριζόμενων προθεσμιών που λειτουργούν ως πυρήνες ανασφάλειας στην διαχείριση των δικαστικών υποθέσεων από το δικηγόρο και το δικαστή και που το μόνο που εισφέρουν είναι η άσκηση της μνήμης τους. Γενικά ελλείπει από το ΣχΝ ένα γενικότερο πνεύμα που να να διαχέει τον ΚΠολΔ με εισαγωγή ρύθμισης «ομοίων με όμοιο τρόπο».

γ) Σε πολλές περιπτώσεις, το ΣχΝ ανασύρει παλιές ρυθμίσεις ή παλιές προτάσεις και προσπαθεί να τις εντάξει σε ένα νέο, με μεγάλη πράγματι προσπάθεια, συνεκτικό σύνολο και μάλιστα επαναφέρει διατάξεις που, όταν αντικαταστάθηκαν με τις τώρα ισχύουσες, οι τότε «Άγγελοι της δικονομικής Αποκάλυψης» είχαν διακηρύξει την έλλειψη χρησιμότητάς τους, εν όψει εισαγωγής του «νέου» και «λειτουργικού». Ενώ, σε άλλες περιπτώσεις, το νέο ΣχΝ αντικαθιστά διατάξεις με «νέες», απλώς προσαρμοσμένες στην κρατούσα νομολογία.

    

    2. Κατηγοριοποίηση των κατ' ιδίαν προτάσεων του ΣχΝ

    Τούτο σύγκειται α) από διατάξεις την εισαγωγή των οποίων θεωρούμε εντελώς περιορισμένης χρησιμότητας, έως περιττή, β) από διατάξεις την εισαγωγή των οποίων θεωρούμε εντελώς αποκρουστέα, γ) από διατάξεις την εισαγωγή των οποίων θεωρούμε χρήσιμη.

    α) Περιορισμένης χρησιμότητας ή περιττές διατάξεις.
Παντελώς άχρηστες είναι οι διατάξεις που απλώς μεταφέρουν τις καθιερωμένες απόψεις της νομολογίας και τις καθιστούν νομική διάταξη, εμφανίζοντας έτσι το νομοθέτη ως «ουραγό» της νομολογίας, όπως λ.χ. τα άρθρ. 1, 38, 50 του ΣχΝ.

Επίσης παντελώς άχρηστες είναι οι διατάξεις των άρθρ. 2, 3, 14, 23, 65.2, 91 του ΣχΝ, με τα οποία αναπροσαρμόζονται τα χρηματικά όρια της αρμοδιότητας μεταξύ των δικαστηρίων, των χρηματικών ποινών τάξεως κ.λπ., αφού αυτό μπορούσε να γίνει και με προεδρικό διάταγμα, όπως μέχρι τώρα, κατ' εξουσιοδότηση του άρθρ. 5 ΕισΝΚΠολΔ.

Επίσης το άρθρ. 3 του ΣχΝ, όπου ως επιχείρημα νομοθέτησης προτείνεται η «νομοτεχική αρτιότητα», πλην όμως δεν είχε δημιουργηθεί στην πράξη κανένα πρόβλημα δυσεπίλυτο.

    Τα άρθρ. 14 και 15 του ΣχΝ που εισάγουν τον ατελώς ρυθμισμένο και κατά βέβαιη προβλεψιμότητα μη εφαρμόσιμο στην πράξη θεσμό της «διαμεσολάβησης» τρίτου προσώπου κοινής επιλογής στην επίλυση της διαφοράς, καθώς και της συμβιβαστικής επίλυσης των διαφορών από τα δικαστήρια.

Το άρθρ. 19 του ΣχΝ που εισάγει «μεταλλαγμένο» το θεσμό του «εισηγητή δικαστή» που δεν θα προσθέσει τίποτε, κατά έλλογη πρόβλεψη, με βάση την εμπειρία του παρελθόντος.

Το άρθρ. 54 του ΣχΝ σχετικά με την εκτέλεση της ερήμην απόφασης και τη μη δυνατότητα ταυτόχρονης άσκηση των ένδικων μέσων της έφεσης και της ανακοπής ερημοδικίας (βλ. αναλυτικά αρ. 3.2.2.).

Το άρθρ. 55 του ΣχΝ (επαναφορά του άρθρ. 516 ΚΠολΔ που είχε καταργηθεί με το ν. 2207/1994), που ορίζει ότι η έφεση που προσβάλλει απόφαση που απέρριψε ανακοπή ερημοδικίας να θεωρείται ότι συμπροσβάλλει και την ερήμην απόφαση.

Το άρθρ. 56 του ΣχΝ που χωρίς λόγο προσθέτει (αυτονοήτως υπάρχουσα και εφαρμοζόμενη, άρθρ. 527 αρ. 1 ΚΠολΔ) διάταξη που να επιτρέπει επί εξαφάνισης από το εφετείο της ερήμην απόφασης και στον εφεσίβλητο να προτείνει νέους ισχυρισμούς.

    Το άρθρ. 59.1 περί «λεκτικής» τροποποίησης του άρθρ. 555, που αντικαθιστά, χωρίς να μεταβάλλει το, άλλωστε προφανές νόημά του.

    Το άρθρ. 60.2 του ΣχΝ που ρητά επιτρέπει την «αναστολή της ισχύος αναγνωριστικής απόφασης», πράγμα μη αμφισβητούμενο πλέον από τη νομολογία του Αρείου Πάγου. Ενώ, η Επιτροπή δεν ασχολήθηκε με το ζήτημα που «καίει» τους δικηγόρους, ήτοι την εσφαλμένη νομολογία του Αρείου Πάγου σχετικά με την απόρριψη ως απαράδεκτων των αιτήσεων αναστολής, αν ήδη «έχει αρχίσει η εκτέλεση» (βλ. αναλυτικά αρ. 3.4.6.).

Το άρθρ. 60.4 του ΣχΝ, με το οποίο ρητά ορίζεται (αυτό που πάγια χωρίς λογική αμφισβήτηση δέχεται η νομολογία) ότι η προθεσμία άσκησης των πρόσθετων λόγων αναιρέσεως αναφέρεται στην αρχικά ορισθείσα δικάσιμο και όχι στις μετ' αναβολή.

Το άρθρ. 61.3 του ΣχΝ, με το οποίο ορίζεται (αυτό που πάγια χωρίς λογική αμφισβήτηση δέχεται η νομολογία) ότι ο Άρειος Πάγος μετά την παραδοχή της αναίρεσης μπορεί να κρατήσει την υπόθεση που δεν χρήζει ουσιαστικής περαιτέρω διευκρίνισης και να διατυπώσει μόνο το διατακτικό της.

Το άρθρ. 70.3 και 74.3. του ΣχΝ όπου ορίζεται εκ περισσού ότι απόφαση περί αποδείξεως δεν εκδίδεται στη μισθωτική διαδικασία (βλ. αναλυτικά αρ. 4.13. και 4.23.).

Τα άρθρ. 71, 75 και 78.3 του ΣχΝ ορίζουν εντελώς αυτονόητα (βλ. αναλυτικά αρ. 4.14., 4.16., 4.24., 4.29.).

Το άρθρ. 79 του ΣχΝ, όπου τίθεται τίτλος νέο κεφάλαιο σε υπάρχουσα διάταξη «Κεφάλαιο ΙΑ΄. Διαφορές από ΜΜΕ».

Το άρθρ. 80.1 και 2 του ΣχΝ, όπως αναλυτικά εκθέτουμε (βλ. αρ. 5.1 και 5.2.), ατελέσφορα υπεισέρχεται στο υπάρχον σύστημα, χωρίς ελπίδα κάποιας βελτίωσής του.

Το άρθρ. 80.3 του ΣχΝ ορίζει (το ήδη ισχύον αυτονοήτως) ότι σε περίπτωση αναβολής παύει η ισχύς της προσωρινής διαταγής, εκτός αν το δικαστήριο παρατείνει την ισχύ της.

Τα άρθρ. 112 και 113 του ΣχΝ προτείνουν τη θέσπιση μεταβατικού δικαίου σχετικά με την ισχύ των αποδεικτικών μέσων και την προθεσμία των ενδίκων μέσων, πράγμα που δεν είναι αναγκαίο (άρθρ. 20 επ. και 24 του ΕισΝΚΠολΔ).

    β) Εντελώς αποκρουστέες διατάξεις

    Τα άρθρ. 11, 90.1, 94.3, 101.1, 108 του ΣχΝ, κατά το μέτρο που προτείνουν, όπως επί υποχρεωτικού διορισμού αντικλήτου, αυτός να είναι δικηγόρος που κατοικεί «στην περιφέρεια» ή και στην «έδρα» του «εφετείου», με συνέπεια την καταταλαιπώρηση του άλλου διαδίκου.

    Το άρθρ. 12 του ΣχΝ που εισάγει ειδική ρύθμιση, ώστε «ενίοτε» να μην υπολογίζεται ολόκληρος ο μήνας Αύγουστος στις προθεσμίες!!!, ώστε να καθίσταται εντελώς ανασφαλής η άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος.

Τα άρθρ. 20, 22, 62, 64.1, 67.2 και 3, 69.2, 70.2, 72.1, 73.1 και 2 που διαφορίζουν, χωρίς λόγο τις προθεσμίες κλήτευσης, άσκησης ενδίκων μέσων και βοηθημάτων κ.λπ. Αντί τούτων να ορισθεί μια ενιαία «λογική» προθεσμία προσαρμοσμένη στις γενικότερες ανάγκες άνετης προπαρασκευής των διαδίκων και των δικηγόρων τους, όλα δε σε συνάρτηση με την χρησιμότητα μιας ταχείας ενέργειας αυτών, εν όψει και των δυνατοτήτων μετά ταύτα του δικαστηρίου να παράσχει ανάλογης χρονικής βραχύτητας δικασίμους κ.λπ.

Τα άρθρ. 39 και 40 του ΣχΝ, με τα οποία επαναφέρεται η έκδοση «συνοπτικής προδικαστικής» με «ολίγη αιτιολογία» και κατανομή του βάρους αποδείξεως, δηλ. επαναφέρεται μερικώς το προϊσχύον (πριν από το ν. 2915/2001) σύστημα. Χειρότερη νομοθέτηση δεν θα μπορούσε να υπάρξει σε ένα σύγχρονο δικονομικό σύστημα.

Το άρθρ. 44 του ΣχΝ που απαγορεύει το εμμάρτυρο μέσο και για την απόδειξη των πραγματικών γεγονότων που αποσβήνουν ή καταργούν την ενοχή. Η νομολογία είχε κυμανθεί και κατέληξε τελικά στο παραδεκτό των μαρτύρων και το σύστημα λειτούργησε 40 περίπου χρόνια. Τώρα γιατί να μεταβληθεί το νομικό καθεστώς;;

Τα άρθρ. 48 και 49 του ΣχΝ που τροποποιούν το όλο σύστημα της λήψης των ενόρκων βεβαιώσεων, ενθέτοντας αυστηρούς τύπους, αριθμητικούς περιορισμούς και ασφυκτικές προθεσμίες κ.λπ. Αντί τούτου προτείνουμε την κατάργηση και αυτής της κλήτευσης του αντιδίκου.

Το άρθρ. 51.6 του ΣχΝ που αναφέρεται στην πλέον τυπολατρική διατύπωση του ισχυρισμού περί πλαστότητας εγγράφου (βλ. αναλυτ. αρ. 2.20.).

Τα άρθρ. 55.2 και 60.1 του ΣχΝ που βραχύνουν τις προθεσμίες εφέσεως και αναιρέσεως από 3 σε 2 έτη, αν δεν έχει επιδοθεί η απόφαση.

Το άρθρ. 59.3 του ΣχΝ, με το οποίο επιχειρείται αδόκιμη παρέμβαση στο άρθρ. 559 αρ. 10 ΚΠολΔ (βλ. αναλυτικά αρ. 3.4.2.).

Το 59.4 του ΣχΝ που προτείνει το αδιανόητο, ήτοι την εισαγωγή, έστω και περιορισμένα αναίρεσης και στις μικροδιαφορές.

Το άρθρ. 61.3. του ΣχΝ, με το οποίο επαναφέρεται, περιορισμένα όμως, η πανταχόθεν αποκρουσθείσα μετάλλαξη του Ακυρωτικού Δικαστηρίου σε δικαστήριο ουσίας (βλ. αναλυτικά αρ. 3.4.10).

Το άρθρ. 80.3 του ΣχΝ, με το οποίο προτείνεται ασφαλιστικά μέτρα να μην μπορούν να συνίστανται «στη συνέχιση ή διατήρηση σύμβασης ή έννομης σχέσης», μας ευρίσκει εντελώς αντίθετους, για τους λόγους που αναφέρονται στον αρ. 5.4.

Επίσης, απολύτως αντιτιθέμεθα στην παροχή δικαιώματος αναιρέσεως στο διάδικο επί ασφαλιστικών μέτρων, για τους λόγους που αναλυτικά αναφέρονται στον αρ. 5.5., επί του άρθρ. 81.3 του ΣχΝ. Όμοια είναι η τοποθέτησή μας και επί του σχετικού άρθρ. 59.2 του ΣχΝ (βλ. αρ. 3.4.3.).


Ακόμη αντιτιθέμεθα στην πρόταση μεταφοράς σωρείας σοβαρότατων υποθέσεων της εκούσιας δικαιοδοσίας από το μονομελές πρωτοδικείο στο εφετείο, για τους λόγους που αναλυτικά ανφέρονται στο αρ. 6.2.

    γ) Χρήσιμες διατάξεις

    Το άρθρ. 5 του ΣχΝ που ορίζει ότι κάθε διαφορά από αδικοπραξία, ακόμη και αν δεν αποτελεί κολάσιμη πράξη, να εισάγεται στο δικαστήριο του τόπου του ζημιογόνου γεγονότος.

Το άρθρ. 6 του ΣχΝ που ότι η παροχή κ.λπ. της πληρεξουσιότητας στα ειρηνοδικεία προς το δικηγόρο μπορεί να δοθεί και με ιδιωτικό έγγραφο. Η ίδια λύση θα πρέπει να δοθεί για όλες τις υποθέσεις σε κάθε δικαστήριο.

Το άρθρ. 13 του ΣχΝ που καθιστά δυνατή την παροχής του ευεργετήματος της πενίας την ύπαρξη αμοιβαιότητας και στους «ανιθεγενείς».

Τα άρθρ. 7, 8, 9, 19, 30, 50, 51 αρ. 2, του ΣχΝ, καθιστούν εφικτή τη σύνταξη εκθέσεων, την υποβολή δικογράφων και την επίδοσή τους «ηλεκτρονικά», καθώς και σχετικές «ειδοποιήσεις» του διαδίκου κ.λπ. (μετά από την έκδοση ειδικού π. δ/τος).

Το άρθρ. 17 του ΣχΝ που διατάσει την εγγραφή στα βιβλία διεκδικήσεων και τις αγωγές διάρρηξης δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής.

Το άρθρ. 18 αρ. 2 του ΣχΝ που καθιστά δυνατή την επί της έδρας διόρθωση σφαλμάτων του πινακίου και παραλείψεων σήμανσής του.

Το άρθρ. 21 του ΣχΝ που επιβάλλει την επισήμανση από το δικαστήριο της ανάγκης προσκόμισης ορισμένων πιστοποιητικών, αναγκαίων για τη συζήτηση της υπόθεσης, επί δε μη συμμόρφωσης του διαδίκου να αναβάλλεται η συζήτηση. Πρέπει όμως να προστεθεί ότι αν και στη νέα συζήτηση δεν προσκομισθεί η βεβαίωση κ.λπ. η αίτηση δικαστικής προστασίας θα απορρίπτεται.

Το άρθρ. 24 του ΣχΝ που ορίζει ότι η κατάθεση των προτάσεων στο μονομελές πρωτοδικείο και το ειρηνοδικείο γίνεται κατά την έναρξη της συζήτησης. Ορθή η διάταξη και αναφύεται και πάλι το ερώτημα: γιατί πρέπει πλέον να υπάρχουν οι «ειδικές διαδικασίες»;;; Επίσης, πρέπει «υποχρεωτικά» να προσκομίζεται πληρεξούσιο, αν δεν συμπαρίσταται ο διάδικος. Φρονώ και εδώ ότι η πληρεξουσιότητα να μπορεί να δίνεται και με τον τύπο απλού εγγράφου.

Το άρθρ. 28 του ΣχΝ που ορίζει η ανταγωγή που ασκείται με τις προτάσεις να ασκείται πριν από 30 ημέρες και με κοινοποίηση στον αντίδικο. Επίσης, με το άρθρ. 63 του ΣχΝ επιβάλλεται η επίδοση της ανταγωγής (προ 8 ημερών) και στις ειδικές διαδικασίες. Η ρύθμιση ισχύει (άρθρ. 78.1 του ΣχΝ) και για την ανταγωγή στη διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας. Έτσι, δεν καταλαμβάνεται εξαπίνης ο αντίδικος. Αλλά, αν ο εναγόμενος έχει κληθεί προ 30 ημερών στην τακτική διαδικασία, πότε θα ασκήσει την ανταγωγή;;

Το άρθρ. 29 του ΣχΝ που καθιστά παραδεκτή τη βραδεία προβολή ισχυρισμού που αποδεικνύεται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία.

Το άρθρ. 30 του ΣχΝ που σαφώς διαστέλλει την παροχή «διασαφήσεων» των διαδίκων από την «εξέταση των διαδίκων», εν όψει της πρόσφατης σφαλερής μεταβολής της νομολογίας του Αρείου Πάγου. Θα πρέπει όμως να προσεχθεί η διατύπωση της νέας διάταξης, ώστε να λαμβάνονται υπόψη ομολογίες του διαδίκου, κατά την παροχή των «διασαφήσεων».

Το άρθρ. 37 του ΣχΝ που καθιστά εφικτή την κλήση προς συζήτηση, για την ανάκληση μη οριστικής απόφασης, εν όψει της νομολογιακής αστάθειας.

Το άρθρ. 51.3-5 του ΣχΝ που διευκολύνει τη διαδικασία επίδειξης εγγράφου.

Το άρθρ. 53 του ΣχΝ που καθιστά πιο λειτουργικό τον ορισμό δικασίμου στα μεταβατικά εφετεία από τον εκεί πρόεδρο πρωτοδικών. Επιφύλαξη διατηρούμε και εδώ σχετικά με τις διαφοριζόμενες προθεσμίες κλήτευσης.

Τα άρθρ. 25 και 31 έως 37, 56, 64.2 του ΣχΝ, με τα οποία επαναφέρεται το προϊσχύον (πριν από το ν. 2915/2001) σύστημα των συνεπειών της ερημοδικίας, δηλ. του τεκμηρίου της ομολογίας για τον απόντα εναγόμενο κ.λπ. Παρόλο που περιορισμένη η χρησιμότητά της, είναι ορθή η πρόταση.

    Το άρθρ. 58 του ΣχΝ, με το οποίο προστέθηκαν δύο νέοι λόγοι αναψηλάφησης αντίστοιχοι με ήδη υπάρχοντες στον ΚΠοινΔ, με την επιφύλαξή μας ως προς την ασφάλεια δικαίου, επιτευχθέντος με μακροχρόνιους αγώνες δεδικασμένου και αμετακλήτου.

Το άρθρ. 61.3 του ΣχΝ, με το οποίο καταργείται η άχρηστη στην πράξη διαδικασία απόρριψης των απαράδεκτων αναιρέσεων από τριμελές συμβούλιο του Αρείου Πάγου.

Τα άρθρ. 64.3 και 66.1 του ΣχΝ που καθιστούν δυνατή τη συνέχιση της δίκης που αφορά την ύπαρξη ή ανυπαρξία ή ακύρωση γάμου κ.λπ. τόσο από τους κληρονόμους όσο και κατά των κληρονόμων αποβιώσαντος διαδίκου.

Το άρθρ. 66.2 του ΣχΝ που ορίζει ότι παράγουν δεδικασμένο και οι αποφάσεις που αφορούν την προσβολή της «μητρότητας».

Το άρθρ. 67.1 του ΣχΝ που επιτρέπει την έκδοση διαταγής πληρωμής και κατά προσώπου που κατοικεί στην αλλοδαπή (βλ. επιφυλάξεις μας μονο σχετικά με τις επιδόσεις αυτής, αρ. 4.9.).

Το άρθρ. 74.1 του ΣχΝ που ορίζει ότι δικάζονται κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών και οι προσεπικλήσεις και οι σωρευόμενες αγωγές κατά των δικονομικών εγγυητών κ.λπ. (βλ. αναλυτικά αρ. 4.21, όπου και επιφυλάξεις μας).

Το άρθρ. 76.1 του ΣχΝ που επεκτείνει τα γενικώς ισχύοντα περί ανακοπής ερημοδικίας στις εργατικές διαφορές.

Το άρθρ. 76.3 του ΣχΝ που ορίζει ότι κατά τη διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας δικάζονται και αυτές που αφορούν αμοιβές κ.λπ. «διαιτητών».

Το άρθρ. 78.2 του ΣχΝ επιχειρεί προσομοίωση της διαδικασίας από διαφορές από διατροφή και επιμέλεια τέκνων προς αυτή των γαμικών διαφορών (βλ. αναλυτικά αρ. 4.28).

Το άρθρ. 78.4 του ΣχΝ που ορίζει ότι διατάζεται «αυτεπαγγέλτως» και η απόδοση ή παράδοση του τέκνου με απειλή χρηματικής ποινής κ.λπ.

Το άρθρ. 80.3 του ΣχΝ που ορίζει ότι η διαταχθείσα προσωρινή απαγόρευση της νομικής μεταβολής ακινήτου ή πλοίου πρέπει να σημειώνεται στα οικεία βιβλία.

Το άρθρ. 81.2 του ΣχΝ που ορίζει ότι σε περίπτωση παρόδου άπρακτης της προθεσμίας έγερσης αγωγής επί της κύριας υπόθεσης, να διατηρείται το ασφαλιστικό μέτρο όταν «επιδίδεται» (αντί απλώς «εκδίδεται») διαταγή πληρωμής.

Χρήσιμες και πολύ ορθές είναι προτάσεις των άρθρ. 86-89 του ΣχΝ που αναφέρονται στη διαιτησία (βλ. αρ. 7).

Ορθή επίσης η προτεινόμενη (άρθρ. 90.2 του ΣχΝ) ρύθμιση, ώστε η αρμοδιότητα στις αντιρρήσεις κατά της εκτελέσεως να προσδιορίζεται με βάση την προέλευση του τίτλου, έστω και διαταγής πληρωμής.

Ορθή και η πρόταση του άρθρ. 90.3 του ΣχΝ, με επιφύλαξη για καλύτερη διατύπωση (βλ. αναλυτικά αρ. 8.3.).

Επίσης και η πρόταση του άρθρ. 92 του ΣχΝ, προκειμένου ο βεβαιωτικός όρκος να γίνει πιο λειτουργικός.

Απόλυτα σύμφωνους μας ευρίσκουν και οι προτάσεις των άρθρ. 93 και 105.1 του ΣχΝ που έχει προσδόκιμη επιτυχή παρέμβαση του νομοθέτη στο σύστημα διεξαγωγής των πλειστηριασμών, για τους λόγους που αναλύονται στους αρ. 8.6.,8.7, 8.8., 8.18.

Επίσης, με ορθή παρέμβαση (άρθρ. 96, 97, 98, 99, 109 του ΣχΝ), μεταβάλλεται (συγκρατημένα) και ο τρόπος της κατάταξης των δανειστών, παρέχεται η δυνατότητα ανάληψης από τους πιστωτές που κατατάχθηκαν τυχαίως του ποσού της απαίτησής τους, με την κατάθεση εγγυητικής επιστολής κ.λπ.

Ακόμη ορθή είναι και η θέσπιση ακατάσχετου (άρθρ. 100 ΣχΝ) και για τα ποσά του τραπεζικού λογαριασμού του οφειλέτη που αφορούν μισθούς, συντάξεις κ.λπ., καθώς του ακατάσχετου συνολικού ποσού 1.500 ευρώ (βλ. αρ. 8.13.).

Επίσης και η προτεινόμενη (άρθρ. 101.2 του ΣχΝ) ρύθμιση που να αίρει το απόρρητο των καταθέσεων και των άϋλων μετοχών στο μέτρο της απαίτησης του δανειστή που έχει δικαίωμα κατάσχεσης, καθώς επίσης και η προτεινόμενη (άρθρ. 102 και 103 του ΣχΝ) ρύθιση της δυνατότητας η εκποίησης με επίσπευση του οφειλέτη των άϋλων κινητών αξιών κ.λπ.

Ορθή επίσης και η πρόταση (άρθρ. 104 του ΣχΝ) περί έναρξης των αποτελεσμάτων της κατάσχεσης (απαγόρευση διάθεσης κ.λπ.) να αρχιζουν και από τη σύνταξη έκθεσης που να πιστοποιεί την άρνηση του οφειλέτη ή του τρίτου να παραλάβουν το αντίγραφο κ.λπ. της κατασχετήριας έκθεσης.

Ορθή και η πρόταση του άρθρ. 106 του ΣχΝ που να καθιστά δυνατή επί κατασχέσεως περισσότερων ακινήτων με περισσότερες εκθέσεις κατασχέσεως την από κοινού ή χωριστή εκπλειστηρίασή τους, προς αποφυγή διάλυσης της συνοχής μιας επιχείρησης.

Υπό την αίρεση διόρθωσης της διάταξης του άρθρ. 110 του ΣχΝ (βλ. αρ. 8.23.) επικροτούμε και τη διάταξη αυτή.

Ορθώς επίσης προτείνεται με το άρθρ. 111.1-3 του ΣχΝ η κατάργηση του άρθρ. 3 παρ. 3 α του ν. 1562/1985 (βλ. αρ. 9.1.), καθώς και του άρθρ. 64 εδ. γ του ν. 2121/1993 (βλ. αρ. 9.2.), επίσης δε και του άρθρ. 90 παρ. 1 του ν.δ/τος της 17.7/13.8/1923 «περι ειδικών διατάξεων επί ΑΕ» (βλ. αρ. 9.3.).


 


 


 

ΙΙΙ. Τελική τοποθέτησή μας

1. Το σχολιαζόμενο ΣχΝ, είναι το 51o Νομοσχέδιο που βλέπει το φως τα τελευταία 35 χρόνια, δηλ. από της εισαγωγής του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (α. ν. 44/1967) και στοχεύει και αυτό, όπως άλλωστε και τα άλλα προγενέστερα 50, στην «ουσιαστικότερη, απλούστερη και ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης».

    Εκείνο όμως που συνεχώς αντιμετωπίζει ο δικαστής, ο δικηγόρος και ο διάδικος είναι ότι διαρκώς οι διαδικασίες περιπλέκονται ασφυκτικά, χωρίς πειστική εξήγηση για την ανάγκη αυτού, και η απονομή της δικαιοσύνης γίνεται διαρκώς βραδύτερη, εγγίζουσα τα όρια της αρνησιδικίας.

Πολλές μάλιστα φορές, η «επόμενη» νομοθετική προσπάθεια υπήρξε η «αρνητική φωτογραφία της προηγούμενης», χρησιμοποιώντας τα ίδια γενικόλογα επιχειρήματα «της επιτάχυνσης» κ.λπ. ως μοχλό ανατροπής της.

Έχω όμως την αίσθηση ότι όλες οι, φιλότιμες κατά τα λοιπά, προσπάθειες παραβλέπουν μια βασική παράμετρο του γενικότερου προβλήματος απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης: Τις δομές και δυνατότητες του δικαστικού μας κοινωνικού υποσυστήματος. Συγκεκριμένα:

α) Δεν λαμβάνουν υπόψη το πολυάριθμο και την περιπλοκότητα, χωρίς εμφανή αιτία (πέραν μιας, αμφίβολης χρησιμότητας, «δογματικής»), των διατάξεων του δικονομικού μας συστήματος. Ποτέ οι δικαστές και δικηγόροι δεν μπορέσαμε να κατανοήσουμε, γιατί υπάρχουν τόσες πολλές «ειδικές» διαδικασίες, αφού μετά την κατάργηση της προδικαστικής στα μονομελή δικαστήρια, όλες σχεδόν ταυτολογούν. Γιατί υπάρχουν τόσες πολλές προθεσμίες στην άσκηση των ένδικων βοηθημάτων και ένδικων μέσων, αφού όσο και αν πιεσθεί ο δικηγόρος να είναι συνεπής (με ποινές απαραδέκτων), τελικά ο προσδιορισμός της υπόθεσης θα γίνει σε χρόνο πολλάκις μη ορατό δι' επισκοπήσεως ενός μόνο ετήσιου ημερολογίου, και μετά από αναβολές η απόφαση θα εκδοθεί, αν τελικά εκδοθεί, μετά χρόνο που εξασφαλίζει την καταδίκη της Χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ).

β) Δεν λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι ο δικηγόρος και ο δικαστής αναλίσκουν το μέγιστο του διαθέσιμου χρόνου τους για την αντιμετώπιση των (εν πολλοίς αμφισβητούμενης χρησιμότητας) δικονομικών προβλημάτων της υπόθεσης, πράγμα που αποβαίνει σε βάρος της ουσιαστικής διερεύνησης του «ποιος τελικά έχει δίκηο» που, ας μου επιτραπεί να επισημάνω το αυονόητο, είναι και το εναγωνίως ζητούμενο.

γ) Δεν λαμβάνουν υπόψη ότι η διαρκής παρενθήκη ή και η διατήρηση πολλαπλών δικονομικών τύπων και απαραδέκτων, χωρίς αποχρώντα λόγο, βλάπτει την ίδια τη δικαιοσύνη, αφού την καθιστά τυπολατρική και την αποστερεί από την προσέγγιση της ουσίας. Η φορμαλιστική προσέγγιση της δίκης από τις δικονομικές διατάξεις, όπως εφαρμόζονται από τα δικαστήρια, κηρύσσεται πλέον από τα πιο επίσημα χείλη, ήτοι αυτά των δικαστών του Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ότι αποτελεί εμπόδιο στην ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης και εντεύθεν παραβιάζονται οι αρχές μιας «δίκαιης δίκης» που απορρέουν από το άρθρ. 6 της ΕΣΔΑ.

    δ) Δεν λαμβάνουν υπόψη ότι η δικαστική μηχανή, πέραν του πολυάριθμου των υποθέσεων που κατ' ανάγκη διαρκώς αυξάνονται σε μια, διαρκώς ογκούμενων συναλλαγών, κοινωνία, όπως η Ελληνική, με αντίστοιχα εντεινόμενη δυσχέρεια των δικαστικών υποθέσεων, έχει ξεπεράσει τα όρια αντοχής της. Τα όρια αυτά, δοκιμάζονται ακόμη περισσότερο από το γεγονός των συχνών τροποποιήσεων που αναγκάζουν το δικαστικό μας υποσύστημα να κινείται σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο, και συνεπώς ανασφαλές, νομικό καθεστώς, του οποίου οι περιπλοκότητες εντείνονται πρόσθετα, λόγω και της εφαρμογής μεταβατικού δικαίου διατάξεων. Το διαρκώς μετέωρο νομικό αυτό καθεστώς, παρέχει λαβή κακόπιστης, αλλά, δυστυχώς, πολλάκις βάσιμης «ενστασιολογίας», που ταλανίζουν και ευτελίζουν το έργο του δικηγόρου και του δικαστή. Η Επιστήμη, στις περιπτώσεις αυτές, τρέχει διαρκώς πίσω από το νομοθέτη και προσπαθεί να δώσει «δογματικό μανδύα» και τεχνητή συνοχή στις διαρκώς εμφανιζόμενες «ασύμμετρες» νέες ρυθμίσεις.

    2. Φρονούμε ότι μέσα σε αυτά τα γενικότερα πλαίσια παρέμβασης, μπορεί να αποτιμηθούν οι στόχοι του νέου ΣχΝ (που είναι, όπως διακηρύσσουν καλόπιστα οι Συντάκτες του, η επίτευξη «ουσιαστικότερης, απλούστερης και ταχύτερης απονομή της δικαιοσύνης» και πάντα «με αφετηρία την παραδεδομένη διδασκαλία του Δικονομικού Δικαίου και το δόγμα του Αστικού Δικονομικού Δικαίου»), που κατά την άποψή μας, δοκιμαζόμενοι στην πράξη θα αποβούν μια ακόμη ουτοπία, όπως οι προηγούμενες. Παρά λοιπόν την τυχόν προώθηση του ΣχΝ στο Κοινοβούλιο και την ψήφισή του, είναι φύσει προβλεπτό, για όλους τους ασχολούμενους ή ασχοληθέντες με τη διαδικασία ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων ότι η εκεί κατάσταση διαρκώς θα περιπλέκεται και τα προβλήματα της Πολιτείας θα εντείνονται.

    3. Εν όψει όλων τούτων, διατυπώνουμε την άποψη να δοθεί στην ίδια Επιτροπή, της οποίας ο Πρόεδρος και τα μέλη είναι διακεκριμένοι Επιστήμονες, με μεγάλη εμπειρία, νέα εντολή από την Πολιτική Ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, να συντάξει ένα νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με ολίγιστες διατάξεις, μια διαδικασία για τα μονομελή και μια για τα μονομελή δικαστήρια, στις οποίες θα ενσωματωθούν οι ειδικές διαδικασίες, θα υπάρχει μια μόνο προθεσμία για κάθε κατηγορία υποθέσεων κ.λπ., όπως αναφέρουμε λεπτομερώς ανωτέρω.

    Αν δεν προκριθεί αυτή η πρότασή μας, στην ίδια Επιτροπή να ανατεθεί το έργο της Αναθεώρησης του Σχεδίου και να ληφθούν, κατά το δυνατόν υπόψη οι διατυπωθείσες κατ' ιδίαν αντιρρήσεις μας.


 

            Χολαργός 12η Μαϊου 2008-05-12

                    


 

            Μιχάλης Πολυκ. Μαργαρίτης

            Αρεοπαγίτης ε.τ.

            Επιστημονικός Συνεργάτης του ΝΟΜΙΚΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ


 


 


 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις